Μεταφράζοντας από θέση

(με αφορμή τον διάλογο για τις μεταφράστριες και τις μεταφράσεις του The Hill We Climb)

της Ελένης Βλάχου

Dramatis Personae

Είναι 20 Ιανουαρίου του 2021 και η νεαρή Αμερικανίδα ποιήτρια Amanda Gorman απαγγέλλει το ποίημα της The Hill We Climb στην τελετή ορκωμοσίας του προσφάτως εκλεγέντα προέδρου των ΗΠΑ. Η αίσθηση που το ποίημα προκαλεί σύντομα κινητοποιεί ξένους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι αναζητούν μεταφράστριες προκειμένου να το εκδώσουν (Lorey, 2021). Σε λιγότερο από ένα μήνα, εκδηλώνονται έντονοι προβληματισμοί για το ποια[1] θα μπορούσε να μεταφράσει το έργο και, πιο συγκεκριμένα, για το αν θα μπορούσε μη μαύρη μεταφράστρια να το μεταφράσει.

            Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτές που εκκινούν τον δημόσιο διάλογο: ο εκδοτικός οίκος Univers διακόπτει τη συνεργασία με τον Victor Obiols, τον μεταφραστή που είχε επιλεγεί για να μεταφράσει το έργο προς τα καταλανικά, ο οποίος μάλιστα είχε προλάβει να ολοκληρώσει το έργο. Παράλληλα, οι συγγραφείς Marieke Lucas Rijneveld[2], που είχαν επιλεγεί από τον εκδοτικό οίκο Meulenhoff για να μεταφράσουν το ποίημα προς τα ολλανδικά, δέχονται έντονη κριτική για το εάν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στη μετάφραση αυτή καθ’εαυτή, καθώς θα ήταν η πρώτη τους επαφή με το αντικείμενο, για το αν ως πεζογράφοι θα μπορούσαν να ελιχθούν στο είδος της προφορικής ποίησης που γράφει η Gorman και, εξίσου, για το εάν λευκοί συγγραφείς θα μπορούσαν να ταυτιστούν με την εμπειρία της μαύρης Gorman προκειμένου να την μεταφράσουν “πιστά” (Braden, 2021).

            Στην πρώτη περίπτωση, η αντίδραση του Obiols μόλις πληροφορήθηκε ότι ο αμερικάνικος εκδοτικός οίκος Viking Books ζήτησε από τον καταλανικό Univers μεταφράστρια με πιο “συμβατό προφίλ” από το δικό του, ήταν να ανεβάσει στο Twitter μια δημοσίευση, την οποία ωστόσο διέγραψε σε δεύτερο χρόνο, στην οποία ισχυριζόταν ότι “Μου άσκησαν βέτο γιατί, παρότι τους άρεσε το βιογραφικό μου, θέλουν μια γυναίκα μεταφράστρια, ακτιβίστρια, και κατά προτίμηση μαύρη. Ήμουν θύμα μιας νέας Ιεράς Εξέτασης” (“El traductor al catalán”, 2021) (μετάφραση δική μου). Οι Rijneveld, από την άλλη, παραιτήθηκαν οικειοθελώς, δημοσιεύοντας επίσης στο Twitter μια ανακοίνωση που έλεγε ότι “Έχω σοκαριστεί από τις αντιδράσεις σχετικά με την ενασχόλησή μου με τη διάδοση του μηνύματος της Gorman, και κατανοώ τους ανθρώπους που νιώθουν πληγωμένοι από την απόφαση του [εκδοτικού οίκου] Meulenhoff να μου αναθέσει το έργο. Με χαρά είχα αφοσιωθεί στη μετάφραση του έργου της Amanda, έχοντας ως κύριο μέλημα το να διατηρήσω την δύναμη, τον τόνο και το ύφος της. Παρόλα αυτά, συνειδητοποιώ ότι μπορεί εγώ να βρίσκομαι στη θέση να τα σκέφτομαι και να τα νιώθω αυτά, πολλοί άλλοι όμως δεν είναι. Εύχομαι, ωστόσο, να φτάσουν οι ιδέες της σε όσο το δυνατό περισσότερους αναγνώστες, και σε ανοιχτές καρδιές” (Flood, 2021) (μετάφραση δική μου).

Πηγή: Ελένη Βλάχου

            Ο προβληματισμός για το αν μια λευκή μεταφράστρια θα έπρεπε να προσεγγίσει το έργο μιας μαύρης συγγραφέως[3] εκκίνησε διάλογο με ενδιαφέρουσες παραμέτρους ανάμεσα σε μεταφράστριες: στην Ολλανδία, η καθηγήτρια μεταφραστικών σπουδών Haidee Kotze τάχθηκε υπέρ της εύρεσης μιας μαύρης μεταφράστριας, με το σκεπτικό ότι το ποια είναι η Gorman διαμορφώνει τα μηνύματα της ποίησής της, άρα με παρόμοιο τρόπο το ποιες θα είναι οι μεταφράστριες θα διαμορφώσει τα μηνύματα της μετάφρασής τους (Braden, 2021). Ακόμα, μίλησε για την ευκαιρία για ορατότητα στον χώρο της μετάφρασης (ό.π.). Συγκεκριμένα για την περίπτωση των Rijneveld, ωστόσο, μεταφράστριες όπως η María Teresa Gallego και η María Enguix διερωτήθηκαν γιατί επελέγησαν, μιας και είναι συγγραφείς, χωρίς καμία πρότερη εμπειρία στη μετάφραση (“Debate sobre la traducción”, 2021). Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, ακόμα και η επιλογή μιας μαύρης συγγραφέως δεν θα εγγυόταν την ποιότητα του μεταφράσματος και δεν θα επέφερε την επιθυμητή ορατότητα για τις μαύρες μεταφράστριες. Όσο για την περίπτωση του Obiols, έμπειρου μεταφραστή που όταν αντικαταστάθηκε αντιμετώπισε την απόρριψή του με το προαναφερθέν, αρκούντως οργισμένο, tweet, η μεταφράστρια Isabel Llasat εκτιμά ότι αν ληφθούν υπόψη σχόλια στα οποία είχε προβεί όταν είχε αναλάβει τη μετάφραση (“πρόκειται για ποίημα σε στιλ προκήρυξης, αλλά ποιοτικό”), ίσως να γίνεται κατανοητή η επιλογή του εκδοτικού (ό.π.) (μετάφραση δική μου). Σημειώνει η μεταφράστρια Elia Maqueda ότι αν συνυπολογιστούν κάποιες ρατσιστικές του δηλώσεις μάλλον ήταν καλή ιδέα η αποχώρησή του (ό.π.).

Μετάφραση: έργο μεταφράστριας

            Αυτή ήταν μια σπάνια περίπτωση στην οποία το επάγγελμα της μεταφράστριας έλαβε τόσο μεγάλη ορατότητα κι έγινε αντικείμενο συζήτησης διεθνώς[4], μιας συζήτησης μάλιστα όπου η μετάφραση πλαισιώθηκε ως “έργο μεταφραστή” (βλ. Δημητρούλια & Κεντρωτής, 2015: 8), μιας και ο διάλογος δεν επικεντρώθηκε στο οικείο και ίσως αναμενόμενο ερώτημα “πώς μπορεί να μεταφράζεται το χ” αλλά μετατοπίστηκε στο “ποιος μπορεί (ή ακόμα και πρέπει) να μεταφράζει το χ”. Η προσέγγιση εγείρει ερωτήματα όχι μόνο για τη μετάφραση ως τρόπο παραγωγής λόγου αλλά και ως διαδικασία που επιτελείται από συγκεκριμένα άτομα, με ήδη εμπεδωμένες παραστάσεις.

            Απομακρυνόμενες δηλαδή από θεωρήσεις της μετάφρασης ως διεργασίας αμιγώς γλωσσικής, οι αντιδράσεις σχετικά με τη μετάφραση του The Hill We Climb επαναπλαισιώνουν τη μετάφραση ως δραστηριότητα που τελείται “από θέση” (Haraway, 1998), κάτι που άλλωστε έθεσαν και οι Rijneveld στην ανακοίνωση της παραίτησής τους από τη μετάφραση του έργου της Gorman. Με άλλα λόγια, εδώ η μετάφραση δεν γίνεται αντιληπτή μόνο ως γλωσσική πράξη, αλλά και ως δραστηριότητα πολιτισμικής ερμηνείας και παραγωγής, την οποία φέρουν εις πέρας ενσώματα, ιστοριοποιημένα υποκείμενα με τη δική τους εμπρόθετη δράση (agency). Αυτό συνεπάγεται ότι στοιχεία πέραν της γλωσσικής κατάρτισης μπορούν να είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικά με τις αμιγώς γλωσσικές δεξιότητες κατά την μεταφραστική διαδικασία.     

            Βεβαίως, στην περίπτωση της μετάφρασης του The Hill We Climb η επιλογή μεταφραστριών με παρόμοιο προφίλ με αυτό της συγγραφέως έγινε στο πλαίσιο μιας προσπάθειας, από την πλευρά της συγγραφέως, να αναδειχθεί το έργο των μαύρων μεταφραστριών παγκοσμίως (συνεντεύξεις με μεταφράστριες, 2022) – πράγμα που, αξίζει να επισημάνουμε, απομακρύνεται από τον προβληματισμό για το αν μια λευκή μεταφράστρια είναι κατάλληλη επιλογή για τη μετάφραση του έργου μιας μαύρης ποιήτριας, που μονοπώλησε στις διάφορες παραλλαγές του τον δημόσιο διάλογο. Κι αυτό είναι ένα ερώτημα που εκ πρώτης όψεως καλεί σε ένα μονολεκτικό “ναι” ή “όχι”, απαντήσεις εξίσου βιαστικές με τον τρόπο διατύπωσής του – μια διατύπωση που, εξάλλου, θέτει σε έκκεντρη θέση τη λευκή μεταφράστρια πολύ περισσότερο από τη μαύρη ποιήτρια και ακόμα περισσότερο από τη μαύρη μεταφράστρια, η οποία απουσιάζει πλήρως.

Πηγή: Canva

            Εξίσου βιαστική και ανεπαρκής ωστόσο θα ήταν και μια αναδιατύπωση στο μέτρο του “Μπορούν μόνο μαύρες μεταφράστριες να μεταφράζουν μαύρες ποιήτριες;”, πολλώ μάλλον μια άλλη που θα είχε ως “Μπορούν μόνο γυναίκες μεταφράστριες να μεταφράζουν γυναίκες λογοτέχνες;”. Για την ακρίβεια, μπορούμε να σταθούμε κριτικά σε αυτές τις διατυπώσεις για δύο βασικούς λόγους: κατά πρώτον, επειδή πρόκειται για ουσιοκρατικού χαρακτήρα διατυπώσεις, που εξισώνουν τις (μαύρες) γυναίκες, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, ηλικίας, κοινωνικής τάξης κτλ. Κατά δεύτερον, οι διατυπώσεις αυτές, απορρίπτοντας τη δυνατότητα των μεταφραστριών να προσεγγίσουν μέσω της γλώσσας κάτι που δεν είναι ο εαυτός τους, απορρίπτουν και τη λειτουργία της ίδιας της μετάφρασης ως τρόπου προσέγγισης του διαφορετικού μέσω της γλώσσας, μη διαφέροντας πάρα πολύ από παρωχημένους αφορισμούς όπως είναι οι “όμορφες άπιστες ή το “traduttore, tradittore”. Όχι, το μεταφρασεολογικό ερώτημα που μπορούμε να θέσουμε με αφετηρία τις αντιδράσεις για τη μετάφραση του βιβλίου της Γκόρμαν δεν είναι ποιος μπορεί να μεταφράσει ποιον, αλλά το πώς η θέση από την οποία μεταφράζουμε μπορεί να έχει κάποιο αντίκτυπο στο μετάφρασμα, το γλωσσικό αποτύπωμα της μετάφρασης. Συμπληρωματικά ανακύπτει το ερώτημα: με ποιον τρόπο μεταφράζεται το χ από τον/την χ;

Η επιθυμία του μεταφράζειν: η μετάφραση ως σχέση

Όπως είδαμε, ο δημόσιος διάλογος έφερε στο προσκήνιο τη θεσιακότητα της μεταφράστριας και της (μαύρης) ποιήτριας, υποθέτοντας ότι αυτή έχει κάποιο αντίκτυπο στη γραφή. Αυτά φέρνουν στο νου τα λόγια της (λευκής) Αφρικανής Νομπελίστριας συγγραφέως Ναντίν Γκόρντιμερ, η οποία καταθέτει ότι “Για να είμαστε Αφρικανοί συγγραφείς πρέπει να βλέπουμε τον κόσμο από την Αφρική κι όχι να θεωρούμε την Αφρική μέσω του άλλου κόσμου” (Gordimer στην Bassnett, 1993/2011: 123). Κι ενώ η δυσπιστία προς τη μετάφραση δεν είναι καινούργια έννοια, η δυσπιστία προς τη μεταφράστρια εδώ καταδεικνύει ότι η μετάφραση αναγνωρίζεται ως παραγωγή λόγου, την οποία σε αυτό το συγκείμενο συνοδεύει η υποψία ότι το άτομο που θα παραγάγει τον λόγο αυτόν δεν θα βλέπει τον κόσμο από την Αφρική (όπου η εμπειρία “από την Αφρική”, ανά περίπτωση, θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την βιωμένη εμπειρία Αφροαμερικάνων στις ΗΠΑ, γυναικών, προσφύγων, κουήρ ατόμων, κ.ο.κ.), αλλά θα την θεωρεί από τη δική του θέση. Διαφωτιστικά επίπεδα αμφισβητήσεων αυτά, που εκτείνονται στους μηχανισμούς κατασκευής πολλαπλών ετεροτήτων, ειδικά όταν αυτές χρησιμοποιούνται ως τρόποι καταπίεσης, και που στέκονται κριτικά απέναντι στη δυνατότητα της μετάφρασης να λειτουργήσει ως μηχανισμός κατασκευής ετερότητας.

            Είναι σημαντικό επίσης να παρατηρήσουμε ότι στο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε επί του θέματος γίνεται αντιληπτή μια μικρή ή μεγαλύτερη δυσπιστία προς τη μετάφραση, τη μεταφρασιμότητα γενικά και τη μεταφρασιμότητα από συγκεκριμένες θεσιακότητες συγκεκριμένα. Η καχυποψία πίσω από το ερώτημα του ποια μπορεί να μεταφράζει σε πολλές περιπτώσεις προκατέβαλε το ότι η μετάφραση από συγκεκριμένες θεσιακότητες δεν μπορεί να είναι ποιοτική ή ακόμα και δυνατή, με εξαιρέσεις να ανιχνεύονται στις συζητήσεις εντός μεταφρασεολογικών κύκλων, όπως συνέβη στην περίπτωση του “Debate sobre la traducción”, στο οποίο έχουμε ανατρέξει, όπου το βάρος έπεφτε στην αναζήτηση καλών μεταφραστικών πρακτικών αλλά και δυνατών τρόπων προσέγγισης έχοντας υπόψη και το ζήτημα της θέσης, πέρα από το τυπικά γλωσσικό.

            Έχοντας αναφέρει τα παραπάνω, αξίζει να επισημάνουμε ότι η έννοια της αδυνατότητας της μετάφρασης, της μη μεταφρασιμότητας, δεν είναι άγνωστη στη μεταφρασεολογία – αντί όμως να αποτελεί κάποιον συγκεκριμένα ορισμένο χώρο, αναδύεται συχνά ως ανοιχτό προς πρόσβαση και, κυρίως, αμφισβήτηση, πεδίο. Δεν είναι άβατο η μη μεταφρασιμότητα, δυνάμει της επιθυμίας. Ο Vicente Fernández González συσχετίζει την μεταφρασιμότητα του εκάστοτε κειμένου με την επιθυμητική σχεσιακότητα που αναπτύσσει η μεταφράστρια μαζί του, λέγοντας ότι: “Η επιθυμία του μεταφράζειν ευνοεί τη μεταφρασιμότητα” (Φερνάντεθ Γκονθάλεθ, 2021: 63). Και ακόμα, σε έναν αναστοχασμό του πάνω στο έργο του Antoine Berman: “Η υποψία της μη μεταφρασιμότητας είναι ένα κίνητρο. Υποψία φωτός. Μια υπόσχεση που τροφοδοτεί την επιθυμία, που σε λυτρώνει από την καταδίκη, την καταδίκη του εφικτού” (ό.π.: 65). Τα λόγια του καθηγητή μάς κάνουν να σκεφτούμε το τι δύναται να μεταφραστεί, χωρίς η δυνατότητα αυτή να εξαρτάται την θεσιακότητα της μεταφράστριας: διαγράφουν τη μεταφρασιμότητα ως προς την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της μεταφράστριας και του κειμένου.

            Εάν ακολουθήσουμε το υπόβαθρο του González και ανατρέξουμε στο έργο του Berman, πράγματι θα συναντήσουμε την μεταφρασεολογία όχι ως ακριβή επιστήμη, αλλά ως αναστοχασμό πάνω στην εμπειρία της μετάφρασης (Berman, 1999/2002: 18). Κι ακόμα και αν η εμπειρία είναι υποκειμενική και βιωμένη “από θέση”, δεν εξαντλείται στο σημείο αφετηρίας της θέσης, ταυτότητας ή προσδιορισμού των υποκειμένων που θα εμπλακούν στη μετάφραση. Η Spivak αναγνωρίζει την μετάφραση ως διαδικασία παράδοσης στο πρωτότυπο, ως πράξη αγάπης και δόμησης σχέσης με το πρωτότυπο κείμενο (1993). Στη θέαση της Spivak, δηλαδή, αυτή που παραδίδεται είναι η μεταφράστρια στο κείμενο, καλούμενη να βρει την φωνή του πρωτοτύπου και να αφεθεί σε αυτή – σε αντίθεση με προσεγγίσεις όπως αυτή του Steiner (1976/2004), για παράδειγμα, που στοιχειοθετεί τη μετάφραση ως διείσδυση.

            Εν τέλει, οι προβληματισμοί που αφορούν τη θεσιακότητα της μεταφράστριας είναι διαφωτιστικοί, όχι επειδή αποδεικνύουν την αδυνατότητα της μετάφρασης από συγκεκριμένα άτομα (ή την κλίση προς την μετάφραση από άλλα), αλλά γιατί μπορούν να εισάγουν νέες οπτικές στη μεταφρασεολογική σκέψη, στρέφοντας την προσοχή στην εμπρόθετη δράση των υποκειμένων της μετάφρασης. Μία από αυτές τις οπτικές, σημαντική και από την άποψη της συγκριτικής γραμματολογίας, είναι ότι εάν οι μεταφράστριες είναι ιστοριοποιημένα υποκείμενα, αυτό σημαίνει ότι διαθέτουν προσλαμβάνουσες που μπορούν να ληφθούν υπόψη όταν καλούμαστε να μελετήσουμε ένα μετάφρασμα, με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο κατά τη μελέτη λογοτεχνικών έργων μπορούν να τεθούν υπό εξέταση οι προσλαμβάνουσες των λογοτεχνών. Έχοντας δει όλα αυτά όμως, δεν μπορούμε παρά να τονίσουμε ότι η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μεταφράστριας και κειμένου είναι αυτή που έχει καταλυτική σημασία για το μετάφρασμα – στην προσέγγισή μας, η σχέση βαραίνει πολύ περισσότερο από το σημείο εκκίνησης που είναι η θέση (την οποία κάποιοι άλλοι ίσως να χαρακτήριζαν “ταυτότητα” ή “υπόβαθρο”). Με ποια εργαλεία, γλωσσικά ή μη γλωσσικά, επιλέγει η εκάστοτε μεταφράστρια να δομήσει αυτή τη σχέση; Αυτά τα στοιχεία είναι που στοιχειοθετούν την εμπειρία της μετάφρασης, που ο Berman θέλησε να δει ως “φιλοξενία των λέξεων” (Berman, ό.π.).

            Κι όσο για την περίπτωση της μετάφρασης της Amanda Gorman: η μετάφραση σε άλλες γλώσσες καλείται να παραδοθεί στο ιδιαίτερο ποιητικό είδος που είναι η ποίηση spoken word, τόσο χαρακτηριστική της Αφροαμερικανικής κουλτούρας, άγνωστη όμως σε άλλα γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα το βιβλίο Ο λόφος που ανεβαίνουμε είναι το πρώτο βιβλίο ποίησης spoken word στη γλώσσα μας. Nα μία περίπτωση όπου μέσω της μετάφρασης εισάγεται ένα νέο στοιχείο στη λογοτεχνική παραγωγή μιας γλώσσας –  gained in translation. Κι αν θέλει να βρει η αναγνώστρια το πώς φιλοξενήθηκε ο λόγος της Gorman στα ελληνικά, είναι διαθέσιμη η μετάφραση του εναρκτήριου ποιήματός της με ελληνικό τίτλο Ο λόφος που ανεβαίνουμε, που μεταφράστηκε συλλογικά από τη Μυρσίνη Γκανά και τον MC Yinka.

Σημείωση: Το κείμενο είναι προσαρμογή του εισαγωγικού κεφαλαίου της διπλωματικής εργασίας της γράφουσας, με τίτλο “Ο ρόλος του μεταφραστικού λόγου στη διαμόρφωση και την εφαρμογή πολιτικών ερμηνείας: μία προσέγγιση μέσω της μετα-αποικιακής και της φεμινιστικής θεωρίας”. Το σύνολο του κειμένου είναι διαθέσιμο στο ψηφιακό αποθετήριο Πάνδημος: http://pandemos.panteion.gr/index.php?op=record&type=0&q=%CE%B2%CE%BB%CE%AC%CF%87%CE%BF%CF%85&page=3&scope=0&lang=el&pid=iid:21409


[1]     Στο κείμενο αυτό, το θηλυκό γραμματικό γένος χρησιμοποιείται συμπεριληπτικά και για το αρσενικό. Όπως θα δούμε, τόσο η φυλή όσο και το φύλο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του ατόμου που θα μετέφραζε την Gorman. Καλούνται άτομα που δεν ταυτίζονται με το θηλυκό φύλο να λάβουν υπόψη ότι η γραμματική αυτή επιθυμεί να τα συμπεριλάβει, τονίζοντας παράλληλα την έμφυλη διάσταση του επαγγέλματος, το οποίο θεωρείται “γυναικοκρατούμενο” (ELIA et al., 2021).

[2]     Επελέγη η χρήση του πληθυντικού για τα non-binary άτομα ως πρακτικότερη λύση από το ο/η και τις διπλές καταλήξεις που θα συνεπάγονταν, ως ομορφότερη από την κατά τα άλλα παιχνιδιάρικη χρήση του συμβόλου @ στη θέση καταλήξεων που δηλώνουν φύλο (κι επίσης πιο προσβάσιμη επιλογή για άτομα που διαβάζουν με εκφωνητή κειμένου), καθώς και γιατί καταγεγραμμένη χρήση της πληθυντικής κατάληξης για ενικά υποκείμενα υπάρχει από τα αρχαία ελληνικά (πληθυντικός μεγαλοπρέπειας).

[3]     Βλ. τίτλους όπως “Should White Writers Translate a Black Author’s Work?” στους NYT (Daniels, 2021).

[4]     Η αορατότητα των μεταφραστών έχει επανειλημμένως αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης στους κόλπους της μεταφραστικής κοινότητας, συζήτηση που πρόσφατα μεταφέρθηκε και στο ευρύτερο κοινό, όταν το άρθρο Why translators should be named on book covers [Γιατί τα ονόματα των μεταφραστριών πρέπει να αναγράφονται στα εξώφυλλα των βιβλίων], της μεταφράστριας Jennifer Croft δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian (Croft, 2021). Σε αυτό, η Croft παραθέτει πλήθος εκδοτικών οίκων που σε πρόσφατες εκδόσεις μεταφρασμένης λογοτεχνίας δεν αναφέρουν το όνομα της μεταφράστριας (“του ατόμου που έγραψε όλες τις λέξεις του βιβλίου”) στο εξώφυλλο, καταλήγοντας στο ότι είναι απαραίτητη περισσότερη διαφάνεια σε όλα τα βήματα της λογοτεχνικής παραγωγής και ότι οι “μεταφραστές δεν είμαστε σαν τους νίντζα”, παραφράζοντας τον Ισραηλινό συγγραφέα Έντγκαρ Κέρετ (ό.π.). Το αίτημα, λοιπόν, για την ορατότητα των μεταφραστών δεν έχει αξία μόνο για λόγους υστεροφημίας των ιδίων αλλά και για αυτό που αποκαλεί η Croft “διαφάνεια” στη λογοτεχνική παραγωγή – κάνοντας ένα βήμα πίσω, προσθέτουμε ότι θα ήταν αναγνώριση για το ότι αποτελεί παραγωγή εξαρχής. Έχει ενδιαφέρον εδώ να αναφέρουμε ότι το άρθρο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Σύλλογο Μεταφραστών, Επιμελητών και Διορθωτών και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα τους με τον τίτλο “Γιατί οι μεταφραστές πρέπει να αναγράφονται στα εξώφυλλα” – χωρίς όμως να αναγράφεται το όνομα του ατόμου ή των ατόμων που το μετέφρασσαν (ΣΜΕΔ, 2021).

Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση

ά. σ. (2021, Μάρτιος 10). El traductor al catalán de Amanda Gorman fue vetado y     dice ser víctima de “una nueva inquisición”. Télam. Διαθέσιμο στο:             https://www.telam.com.ar/notas/202103/546993-el-traductor-al-catalan-de-  amanda-gorman-fue-vetado-y-dice-ser-victima-de-una-nueva-inquisicion.html

ά.σ. (2021, Μάρτιος 12).        Debate sobre la traducción de la obra de Amanda           Gorman. Vasos           Comunicantes. Διαθέσιμο στο:             https://vasoscomunicantes.ace-traductores.org/            2021/03/12/10589/

Braden, A. (2021, Μάρτιος 17). Translator weigh in on the Amanda Gorman           controversy. Asymptote Journal. Διαθέσιμο στο:           https://www.asymptotejournal.com/blog/2021/03/17/translators-weigh-in-on-   the-amanda-gorman-controversy/

Croft, J. (2021, Σεπτέμβριος 10). Why translators should be named on book covers.    The Guardian. Διαθέσιμο στο:             https://www.theguardian.com/books/2021/sep/10/why-translators-should-be- named-on-book-covers

Daniels, N. (2021, Μάρτιος 31). Should White Writers Translate A Black Author’s            Work? The New York Times. Διαθέσιμο στο:             https://www.nytimes.com/     2021/03/31/learning/should-white-writers-translate-a-black-authors-work.html

ELIA, EMT, EUATC, FIT EUROPE, GALA, LIND, WOMEN IN LOCALIZATION       (2021). European language industry survey. Διαθέσιμο στο: https://ec.europa.eu/info/sites/default/files/about_the_european_commission/            service_standards_and_principles/documents/            elis_2021_european_language_industry_survey.pdf

Flood, A. (2021, Μάρτιος 1). “Shocked by the uproar”: Amanda Gorman’s white           translator quits. The Guardian. Διαθέσιμο στο:             https://www.theguardian.com/books/2021/mar/01/amanda-gorman-white- translator-       quits-marieke-lucas-rijneveld

Haraway, D. (1988). Situated knowledges: The science question in feminism and the        privilege of partial perspective. Στο Feminist Studies, Vol. 14, No3 (Autumn,          1998). (σελ. 575-599).

Lorey, N. (2021, Μάιος 30). Translation’s inevitable Amanda Gorman dispute.            Medium. Διαθέσιμο στο: https://aninjusticemag.com/translations-inevitable-  amanda-gorman-dispute-b3ed376d28ed

Spivak, G. Ch. (1993). The politics of translation. Στο Spivak, G. Ch., Outside the      teaching machine. New York: Routledge. (σελ. 179-200).

Ελληνόγλωσση

Δημητρούλια, Τ. & Κεντρωτής, Γ. (2015). Λογοτεχνική μετάφραση: θεωρία και πράξη.       Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.

Φερνάντεθ Γκονθάλεθ, Β. (2021). Στο σώμα της λέξης πέφτουν χιόνια. Σημειώσεις      περί του μεταφράζειν και του μη μεταφράσιμου. Στο: Παπαδήμα Μ. (επιμ.),             Πολίτες της Βαβυλωνίας: Οι μεταφραστές κι ο λόγος τους. (σελ. 51-66).     Αθήνα: Νήσος.

Bassnett, S. (2011). Συγκριτική γραμματολογία: Κριτική εισαγωγή. Β’ ανατύπωση.     Αθήνα: Πατάκης. (Μετάφραση: Αναστασιάδου, Α., Γεωργοστάθη, Ε., Λούδη,       Α., Μαγείρου, Μ., Πάσχου, Ε., Σπανάκη, Μ. Το πρωτότυπο εκδόθηκε το      1993).

Berman, A. (2002). Η μετάφραση και το γράμμα ή το πανδοχείο του απόμακρου.     Αθήνα: Μεταίχμιο. (Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Το πρωτότυπο    εκδόθηκε το 1999).

Croft, J. (2021, Οκτώβριος 19). Γιατί οι μεταφραστές πρέπει να αναγράφονται στα       εξώφυλλα. ΣΜΕΔ. Διαθέσιμο στο: http://www.smed.gr/2021/10/blog- post.htmlfbclid=IwAR0sypJ1wGyBgUAQIcALNGzUL6yW6wzrX8Kmi0HxV4U6O            x37HVYam72Npqg

Steiner, G. (2004). Μετά τη Βαβέλ. Όψεις της γλώσσας και της μετάφρασης. Αθήνα:   Scripta. (Μετάφραση: Κονδύλης Γ. Το πρωτότυπο εκδόθηκε το 1976).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *