Το μερίδιο εξουσίας του μεταφραστή στην εκδοτική βιομηχανία (και… βιοτεχνία): Συμμαχίες – Αντιμαχίες – Σκιαμαχίες
του Νίκου Πρατσίνη
Ευχαριστώ τους διοργανωτές αυτού του συνεδρίου, του δεύτερου κατά σειρά που οργανώνει το ΕΚΕΜΕΛ μέσα σε ένα μόλις χρόνο. Και τους ευχαριστώ ιδιαίτερα που το δεύτερο αυτό συνέδριο δεν είναι τόσο ένα συνέδριο μεταφρασιολογίας όσο ένα συνέδριο «μεταφραστολογίας» – συγχωρήστε μου τον άκομψο νεολογισμό. Αυτό που θέλω να πω είναι πως το συνέδριο αυτό εστιάζει λιγότερο στη μεταφραστική πράξη και περισσότερο στο υποκείμενό της, αν τουλάχιστον κρίνει κανείς από τον τίτλο του: «Ο μεταφραστής και οι άλλοι».
Στην ομιλία μου θα προσπαθήσω να συνδυάσω κάποιες επισημάνσεις, αρκετά γνωστές στο μεταφραστικό συνάφι, φωτίζοντάς τες παράλληλα έτσι ώστε να γίνει κατανοητό ποιο (μπορεί να) είναι το μερίδιο εξουσίας του/της μεταφραστή/μεταφράστριας στο σύστημα που αρθρώνεται γύρω από τη βιβλιοπαραγωγή μεταφρασμάτων και πώς αυτό μπορεί να «αυξηθεί».
Δεν θα αναφερθώ σε μεταφράσματα που είναι απλώς ταπεινά τέκνα της ανάγκης, όπως οι αποκαλούμενες, συλλήβδην, τεχνικές (ή εμπορικές) μεταφράσεις. Ένα δικόγραφο ή ένα τεύχος δημοπράτησης μεταφράζονται γιατί η μετάφρασή τους είναι απαραίτητη. Ένα μεταφρασμένο βιβλίο, είτε πρόκειται για coffee-table book είτε για μυθιστόρημα (ή ποίημα, πολύ περισσότερο), δεν παύει να είναι το αποτέλεσμα μια επιλογής: το βιβλίο Χ επιλέγεται να μεταφραστεί και να εκδοθεί από κάποιον εκδότη Χ’, σε μια ορισμένη περίοδο και πριν από τα βιβλία Ψ, Ζ κλπ, ενώ είναι πάμπολλα τα βιβλία εκείνα (αρκετά από αυτά πολύ σημαντικά, σύμφωνα με κάποια κριτήρια) που δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να μεταφραστούν ποτέ στην περί ης ο λόγος γλώσσα. Ποιος επιλέγει; Ο εκδότης (οι εκδότες), είναι η μια πρώτη, πρόχειρη και αβασάνιστη απάντηση. Όσο για τον μεταφραστή, ειδικότερα αν πρόκειται για λογοτεχνικό βιβλίο, αυτός παρεμβάλλεται στη γνωστή αλυσίδα των «άλλων»: συγγραφέας-εκδότης-κριτικός και/ή δημοσιογράφος-βιβλιοπώλης-αναγνώστης. Στην προαναφερθείσα αλυσίδα θεωρείται ότι συμμετέχει ενίοτε (συνηθέστατα, θα έλεγα, στο βαθμό που το βιβλίο είναι μετάφρασμα και ο εκδότης ή ο υπεύθυνος/διευθυντής σειράς δεν έχει αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στη γλώσσα του πρωτοτύπου) και ο αναγνώστης επιλογής τίτλων (επαγγελματίας αναγνώστης). Καθώς και ο επιμελητής (σχεδόν απαραίτητος στα μεταφράσματα) και/ή ο διορθωτής, κάποτε και ο υπεύθυνος/διευθυντής σειράς. Σε ό,τι αφορά τις μεγάλες γλώσσες, με τα μεγάλα τιράζ, εξυπακούεται σχεδόν πάντα η παρεμβολή του επαγγελματία αναγνώστη και του υπεύθυνου/διευθυντή σειράς.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική, με τα μικρά τιράζ και τον εντυπωσιακό κατακερματισμό της εκδοτικής βιομηχανίας, αυτές οι θέσεις πολλές φορές «χηρεύουν» ή είναι ανύπαρκτες, συνήθως για λόγους οικονομίας. Το έργο του επαγγελματία αναγνώστη και του υπεύθυνου/διευθυντή σειράς (υποτίθεται ότι) το αναλαμβάνουν σιωπηρά και άτυπα, αρκετές φορές και χωρίς καθορισμένη αμοιβή, άλλοι εμπλεκόμενοι συντελεστές της βιβλιοπαραγωγής: από τον ίδιο τον εκδότη, στην περίπτωση μικρών, ειδικευμένων ή cult εκδοτικών οίκων, έως έναν «καλό και σταθερό» συνεργάτη του εκδοτικού οίκου, από μεταφραστή και επιμελητή έως κριτικό.
Το επιλεγόμενο προς μετάφραση βιβλίο κουβαλάει μια ιστορία στη γλώσσα συγγραφής του, μια επιτυχή, και προσοδοφόρο −όπως θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποθέσει− πρώτη ιστορία υποδοχής, στην οποία, ως γνωστόν, έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο ο εκδότης (επιλογή), ο δημοσιογράφος (προβολή), ο βιβλιοπώλης (προώθηση) και ο αναγνώστης (ουσιαστική, διάβαζε «υλική», καταξίωση). Έτσι λοιπόν, στη νέα γλώσσα, στον νέο λογοτεχνικό (και πολιτισμικό, εν γένει) ορίζοντα, το «καλό ταξίδι» ενός επιτυχημένου αλλού έργου έχει περίπου προεξοφληθεί και θεωρείται (εσφαλμένα, θα έλεγα και πάλι εγώ) αυταπόδεικτο, στο βαθμό που επικρατεί η άποψη πως αυτό το «ταξίδι», πλην της αναγκαίας προώθησης, εξαρτάται πλέον, κατά το μάλλον ή ήττον, από έναν καλό μεταφραστή.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά, αλλά και πολλές άλλες μικρές γλώσσες υποδοχής (ειδικότερα αν ο μεταφραστής δεν έχει συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής), η επιλογή του προς μετάφραση έργου καθορίζεται, εν πολλοίς, βάσει της υποδοχής της μετάφρασής του στην αγγλική ή/και τη γαλλική γλώσσα. Πολλές φορές, μάλιστα, μόνο με βάση την έξωθεν καλή μαρτυρία κάποιων έγκριτων λογοτεχνικών περιοδικών ή λογοτεχνικών στηλών σε εφημερίδες σε αυτές τις γλώσσες (λέγε με TLS), τα γραφόμενα των οποίων εκλαμβάνονται ως θέσφατα σε ό,τι αφορά την υποδοχή του έργου στην αλλοδαπή.
Τι σημαίνει αυτό; Ελάχιστη και άκρως διαμεσολαβημένη πρόσβαση, από μέρους των επιλεγόντων, στη γλώσσα και τον λογοτεχνικό ορίζοντα της γλώσσας συγγραφής του έργου, καθώς και μια ενδεχομένως παραπλανητική εικόνα, λόγω του παραμορφωτικού φακού της γλώσσας μετάφρασης − δηλαδή, της αγγλικής και της γαλλικής, όσο και των λογοτεχνικών της οριζόντων των διαφόρων χωρών όπου ομιλείται αυτή η γλώσσα− σε ό,τι αφορά το πρωτότυπο. Για να μην αναφερθούμε στις όποιες σκοπιμότητες του αγγλόφωνου (ή γαλλόφωνου) λογοτεχνικού περιοδικού, άγνωστες και ανεξιχνίστες συνήθως στην μακράν του οικονομικοπολιτικού (και πολιτιστικού…) κέντρου καθ’ ημάς Ανατολή. Το ζήτημα είναι πως, κατά τους επιλέγοντες, ο συγγραφέας έχει ήδη μετρηθεί και έχει βρεθεί επαρκής, σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες που γεννά στον εκδότη, (οικονομικές, και όχι μόνον). Τα μέτρα και τα σταθμά της επιλογής του «επαρκούς» συγγραφέα, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο, έστω, έργο είναι προφανώς επισφαλή και αρκετά νεφελώδη. Μοιραία πλέον, ο μεταφραστής οφείλει να αρθεί εις το ύψος των περιστάσεων. Θα πρέπει απλώς να μη χαντακώσει το συγγραφέα. Το χρέος του είναι, πάση θυσία, να αποτρέψει την όποια τυχόν απαξίωση και υποβάθμιση του έργου-μετανάστη στη νέα του πατρίδα, στη νέα αγορά. Πλάι στον μεταφραστή, ο εκδότης έχει ορίσει μπάστακα τον επιμελητή: κάποιον να τον «προσέχει»… και να τον συνδράμει, βεβαίως βεβαίως. Βαρύ το διακύβευμα, μεγάλη η πίεση, αλλά πενιχρή, κατά τεκμήριο, η αντιμισθία που απολαμβάνει ο μεταφραστής. Η αντιμισθία είναι −και θα είναι, πολύ φοβάμαι, εις το διηνεκές− εξ ανάγκης πενιχρή για τις «μικρές» γλώσσες υποδοχής με τα περιορισμένα τιράζ, για να μην ξεχνάμε και το «δίκιο του εκδότη». Αντιστάθμισμα όλων αυτών είναι η συνακόλουθη φήμη για τον μεταφραστή, αν σταθεί τυχερός, δηλαδή αν έχει την τύχη να «περπατήσει» το εκδοθέν μετάφρασμά του. Κάπως έτσι γεννιούνται τα τόσο γνωστά στα ελληνικά, και όχι μόνον, «εκδοτικά πράγματα» περιώνυμα ζεύγη, τα λογοτεχνικά διώνυμα συγγραφέα-μεταφραστή: « ο γνωστός μεταφραστής του Προυστ», «ο γνωστός μεταφραστής του Τζόις», «ο γνωστός μεταφραστής του Ντοστογιέφσκι», «ο γνωστός μεταφραστής του Κάρβερ»… αλλά και «ο γνωστός(;) μεταφραστής του Φούφουτου» αν τον Φούφουτο έχει επιλέξει ο εκδότης (εδώ εξακολουθούμε να υποθέτουμε πως στην επιλογή προβαίνει ο εκδότης και μόνον ο εκδότης, ή έστω κάποιος της εμπιστοσύνης του, όπως ο διευθυντής/υπεύθυνος σειράς). O μεταφραστής δεν πρέπει να έχει παράπονο. Μπορεί πάντα να προσβλέπει στη λάμψη ενός, αναγκαστικά, ετερόφωτου πλην υπέρλαμπρου δορυφόρου. Είναι, όμως, πάντα ακριβώς έτσι τα πράγματα; Υπάρχει κάποιος αδήριτος νόμος που να θέτει τον μεταφραστή «αυστηρά» στη θέση του διεκπεραιωτή ενός ανατιθέμενου έργου; Διάβολε, στο όλο σύστημα θα πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη και για κάποια ψίχουλα εξουσίας και για τον μεταφραστή. Δεν γίνεται!… To ερώτημα που τίθεται αφορά το προνομιακό γι’ αυτόν πεδίο μάχης. Σε αυτό, εκ των πραγμάτων, ο εκδότης και ο θεματοφύλακας-επιμελητής έχουν αναγνωρισμένη την πρωτοκαθεδρία τους. Σχεδόν όσο και το φοβερό φάντασμα του συγγραφέα, τον οποίο, κατά τη λαϊκή πλέον αντίληψη, ο μεταφραστής εκ φύσεως προδίδει.
Ο μεταφραστής οφείλει να μεταφέρει την αντιπαράθεση για τη διεκδίκηση μεριδίου εξουσίας στο πεδίο της βιβλιοπαραγωγής και βιβλιοκατανάλωσης, στη διαπολιτισμική διαμεσολάβηση, γι’ αυτό και οφείλει να ποντάρει στο χαρτί της γνώσης του πολιτισμού της γλώσσας πηγή (και της γλώσσας στόχος, εξυπακούεται). Είναι προφανές πως θα πρέπει να διαθέτει τη σχετική αμφίπλευρη κατάρτιση, καθώς και συνεχή ενημέρωση. Στο σημείο αυτό, ένα στοιχείο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι η σημασία της γνώσης κάθε ιδιοπροσωπίας των εν γένει πολιτισμικών πλαισίων (και σε εξωλογοτεχνικά πεδία, τόσο της γλώσσας-πηγή όσο και της γλώσσας-στόχος), καθώς επίσης και της έγκαιρης ενημέρωσης του μεταφραστή-διαπολιτισμικού μεσολαβητή στα επίκαιρα εξωλογοτεχνικά πολιτιστικά πεδία αιχμής, αλλά και σε κοινωνικά ρεύματα και κινήματα, όσο και τάσεις (ή μόδες), σε lifestyles, κλπ, στο βαθμό, ειδικά, που συναρτώνται με μια αντίστοιχη θεματολογικά λογοτεχνική παραγωγή, ιδίως αν αυτή βρίσκεται στην επικαιρότητα. Όλα αυτά από ένα σημείο θέασης το οποίο οφείλει να εστιάζει στην αντιπαραβολή όμοιων ή παρεμφερών φαινομένων και συμβάντων στα πολιτισμικά πλαίσια της γλώσσας-πηγή και της γλώσσας-στόχος.
Για παράδειγμα, αν χάρη στην εμπορική επιτυχία της Αρβανιτάκη στην Ισπανία, αρχίζουν, δειλά-δειλά, να διαδίδονται κάπως και τα ρεμπέτικα, ο μεταφραστής-διαπολιτισμικός μεσολαβητής από τα ελληνικά στα ισπανικά θα πρέπει να είναι έτοιμος να αδράξει την ευκαιρία προτείνοντας να μεταφράσει (και να βοηθήσει την υποδοχή του μεταφράσματος, μέσω των τρόπων που αναφέρθηκαν πιο πάνω) σύγχρονα ελληνικά έργα με θέμα το ρεμπέτικο, ικανά να αγγίξουν σφαιρικά την ισπανική αναγνωστική ευαισθησία (λόγου χάρη , το Ουζερί Τσιτσάνης, του Γ. Σκαμπαρδώνη), συνεκτιμώντας και κάποια κοινά ιστορικά στοιχεία μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας, λόγω δικτατοριών και εμφυλίου, της ύπαρξης ενός «τροπικού» (modal) μουσικού είδους στην Ισπανία –του φλαμένκο- με κοινωνιολογικές αναλογίες με το ρεμπέτικο κά. Τέτοιου είδους ενημέρωση, όσο και κατάρτιση, επιτρέπει στον μεταφραστή να προβεί στο σημαντικότερο βήμα ως προς την απόκτηση μεριδίου εξουσίας στη βιβλιοπαραγωγή μεταφρασμάτων: τεκμηριωμένη (και από εμπορική σκοπιά, εννοείται) υποβολή εκδοτικών προτάσεων, με βάση διαπολιτισμικές αντιπαραβολές, συγκρίσεις και αναλογίες.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη δυνατή παρέμβαση εκ μέρους του ταπεινού μεταφραστή στο λογοτεχνικό ορίζοντα μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Αν η πρότασή του αποβεί. επιτυχής (δηλαδή, προσοδοφόρος) έχει πλέον μετατραπεί σε σημαντικότατο ενεργό, αν και μη «θεσμικό», υποκείμενο στο κύκλωμα της βιβλιοπαραγωγής, με ό,τι αυτό σημαίνει. Θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτό το σημαντικό βήμα μπορεί να καταστήσει ευχερέστερο και το πρώτο βήμα ενός μεταφραστή στην αγορά εργασία. Ο οποίος μεταφραστής, αν έχει λίγη τύχη και είναι και απλώς επαρκής ως μεταφραστής (πολύ καλός δύσκολο να είναι, καθότι πρωτάρης), μπορεί πλέον να βρει μια θέση στο εκδοτικό κύκλωμα σχετικά γρήγορα, γιατί θα έχει αποδείξει ότι είναι σε θέση να προσφέρει και μια προστιθέμενη αξία στον κάθε εκδότη. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η απουσία συντεταγμένης και συστηματικής κριτικής μεταφράσεων έχει και τα θετικά της: την ανυπαρξία ενός συμπαγούς μεταφραστικού κατεστημένου (υπερκαταξιωμένων μεταφραστών, μεταφραστών-σταρ, ιερών τεράτων της μετάφρασης, σε ό,τι αφορά την εμπορική πιάτσα κυρίως, όχι δε πάντα το κύρος στους κόλπους του σιναφιού…) και τη συγκριτικά με άλλες χώρες όχι και τόσο δύσκολη είσοδο ενός νέου στο χώρο, ιδίως αν πρόκειται για μεταφραστή από μια λιγότερο διαδομένη γλώσσα.
Πέρα απ’ όσα μπορεί να σημαίνει για τον μεταφραστή που αποφασίζει να επενδύσει στο ρόλο του διαπολιτισμικού μεσολαβητή η αναγνώριση από το σινάφι και από τους εκδότες, καθοριστική σημασία έχει η αναγνώρισή του από την αναγνωστική κοινότητα. Το αναγνωστικό κοινό είναι σε θέση -σχετικά ακηδεμόνευτο από ιδιοτελείς opinion makers- να τον εκτιμήσει ως διαπολιτισμικό μεσολαβητή (πράγμα που δεν συμβαίνει εξίσου εύκολα σε ό,τι αφορά τη γλωσσική του δεινότητα και ή/και τη μεταφραστική του δεξιότητα) και η αναγνώριση αυτή ενισχύει ανατροφοδοτικά το μερίδιο εξουσίας του στο βιβλιοπαραγωγικό κύκλωμα. Είναι πλέον… λαοπρόβλητος: μεταφραστής που μας έφερε το… κορεατικό χιπ χοπ μυθιστόρημα, το… ταϊλανδέζικο ιστορικό νουάρ, το… μογγολικό νουβό ρομάν! Μην «ψάχνεστε» αδίκως… Τα παραδείγματα παραπέμπουν σε ανύπαρκτα συμβάντα… Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον. Εν ολίγοις, αυτός ο μεταφραστής-διαπολιτισμικός μεσολαβητής μετουσιώνει την υπογραφή του σε επώνυμο προϊόν, σε μια σινιέ (καταναλωτική ενίοτε) πρόταση. Και… ναι, υπάρχουν ανάλογοι αξιότατοι μεταφραστές στην Ελλάδα. Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει λίγο… υπάρχει και το βιβλιονέτ! Απλώς δεν το θεωρώ σκόπιμο να ονομάσω κάποιους από αυτό το βήμα, λησμονώντας κάποιους άλλους.
Πώς, άραγε, να τα βλέπει ο εκδότης όλα αυτά; Αμφίθυμα, Άλλοτε συμμαχεί με τον μεταφραστή που οδηγεί σε νέους δρόμους και νέα κέρδη, και άλλοτε νιώθει να υπερφαλαγγίζεται από έναν εργαζόμενο, ο οποίος μπορεί μεν να είναι δυνάμει η κότα με τα χρυσά αβγά (και καλύτερα να μην πάει σε άλλον εκδότη· στους μεταφραστές δεν υπάρχει αποκλειστικότητα, απλώς προτιμησιακό καθεστώς), αλλά υποχρεωτικά τον αντιμάχεται, καθώς λειτουργεί κάπως ως άτυπος «συνεταίρος» στις εκδοτικές του αποφάσεις.
Ποιο το κέρδος του μεταφραστή, από αυτή την αύξηση του μεριδίου εξουσίας μέσα από αυτές τις εξω- (ή παρα-) μεταφραστικές δραστηριότητες; Προφανώς, αυτή η αναβάθμισή του θα έχει αντίκτυπο και στις αμοιβές, βάζοντας και μια «άνω τελεία» στη συνήθη οικονομική αντιπαλότητα του μεταφραστή με τον επιμελητή, με βάση την προσφορά εκάστου −αναφέρομαι στις ουκ ολίγες περιπτώσεις που ο εκδότης θεωρεί ότι η αμοιβή του μεταφραστή και η αμοιβή του επιμελητή πρέπει, εξάπαντος, να χαρακτηρίζονται από σταθερό άθροισμα (ό,τι χάνει ο ένας, το κερδίζει ο άλλος…). Ο μεταφραστής, όταν δρα ως διαπολιτισμικός μεσολαβητής, έχει κάθε δικαίωμα να αρχίσει να διεκδικεί μια αμοιβή και για πράγματα στα οποία, αποδεδειγμένα πλέον, δεν ενδείκνυται η αναπλήρωσή του από τον επιμελητή. Επιπλέον, ο μεταφραστής έχει τη δυνατότητα μεγαλύτερης εργοδοτικής κινητικότητας, διαθέτει πάντα προς πώληση σε κάθε εκδότη κάτι περισσότερο από τη μεταφραστική του δύναμη, κάτι πάνω και πέρα από μια επιμελή διεκπεραίωση, ενώ δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες… προσδοκίες στον εκάστοτε εργοδότη ή υποψήφιο εργοδότη, ιδίως αν έχει καταστεί «επώνυμος» πολιτισμικός διαμεσολαβητής. Αυτή η κινητικότητα θα τού επιτρέψει να επιλέγει μεταξύ προτεινόμενων προς ανάθεση έργων και να εμπλουτίζει, εάν το επιθυμεί, τις «μικροειδικεύσεις» του στο πεδίο της διαπολιτισμικής μεσολάβησης. Και ένα τελευταίο παράπλευρο όφελος: αυτή η παράπλευρη προς τη μεταφραστική δραστηριότητά του στη βιβλιοπαραγωγή ικανοποιεί την καταραμένη ανάγκη του μεταφραστή για δημιουργικότητα και δράση, στρέφοντάς την σε πεδία εκτός του κειμένου προς μετάφραση. Ευτυχώς θα έλεγα, για τις περισσότερες περιπτώσεις.
Κατά τον Max Weber, ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της εξουσίας είναι η ικανότητά της για πρόβλεψη. Στο βαθμό που ο μεταφραστής συμμετέχει στη συνθήκες οι οποίες ορίζουν την υποδοχή του έργου που μεταφράζει στον νέο λογοτεχνικό ορίζοντα (πόσω μάλλον, αν επιλέγει ποιο θα είναι ένα επόμενο έργο που θα τύχει υποδοχής), η ικανότητά του να «προβλέπει» τα μελλούμενα ενισχύεται (στο βαθμό που τα «συγκαθορίζει»). Συνεπώς, και η εξουσία του μεγαλώνει. Κι έτσι αρχίζει να μπαίνουν και κάποιο κανόνες στην άγρια διαπάλη του μεταφραστή με τον επιμελητή, καθώς χωρίζουν τα χωράφια τους. Ο μεταφραστής (να διεκδικήσει να) έχει τον τελικό λόγο σε ό,τι αφορά τη μεταφορά του πολιτισμικού στοιχείου (που ναι, περνάει από τη γλώσσα) καθώς είναι η αδιαμφισβήτητη αυθεντία (και από γλωσσική άποψη, εν εσχάτη αναλύσει) σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό της γλώσσας πηγή. Ο επιμελητής είναι αυθεντία στο γλωσσικό μέρος της γλώσσας-στόχος (στα nominalia της), για το πολιτισμικό της θα μπορούν να ερίζουν οι δυο τους! Όμως, που είναι και το πιο σημαντικό, ο μεταφραστής-πολιτισμικός διαμεσολαβητής αναβαθμίζεται στα μάτια του εκδότη. Δεν είναι πλέον το αναγκαίο κακό, ο γνώστης της γλώσσας πηγή και ο αδέξιος χειριστής της γλώσσας στόχος. Η γνώμη του μετράει αρκεί να τονίσει τη διαφορετικότητά/εξειδίκευσή του εκεί που (πρέπει να) «έχει το πάνω χέρι», στο πολιτισμικό στοιχείο που μεταφέρει η γλώσσα πηγή.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για την εκπαίδευση των μεταφραστών με εστίαση στο επαγγελματικό προφίλ του διαπολιτισμικού μεσολαβητή. Τα περισσότερα από αυτά προκύπτουν εύλογα από τις δραστηριότητες που αναφέρθηκαν, πέρα από τη διεκπεραίωση μιας μετάφρασης. Θα ήθελα, όμως, να επισημάνω ότι και κάποιες γνώσεις και δεξιότητες στη διαχείριση πολιτιστικού προϊόντος είναι εκ των ων ουκ άνευ. Το ίδιο και η ανάπτυξη της ικανότητας των μεταφραστών να προωθούν τον εαυτό τους, ειδικότερα δε τα μη αμφισβητήσιμα ατού τους στο πολιτισμικό στοιχείο, τα realia.
Bιβλιογραφία
– Bourdieu, Pierre, Μικρόκοσμοι, Αθήνα, 1992, Δελφίνι.
– Komissarov, Vilen, “Norms in Translation” στο Zlateva (επιμ. Translation as Social Action: Russian and Bulgarian Perspectives) Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Routledge (σελ. 63-75).
– Lefevere, André, Translation, Rewriting and Manipulation of Literary Fame, 1992, Routledge.
– Said, Edward, Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, Αθήνα, 1996, Νεφέλη.
*Παρουσιάστηκε στο Συνέδριο: “Ο μεταφραστής και οι άλλοι” (19&20/03/2011), που οργάνωσε το ΕΚΕΜΕΛ. Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ.
Ο Νίκος Πρατσίνης θα συμμετάσχει στο 1ο Translation Slam που διοργανώνει η ΠΕΕΜΠΙΠ στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Featured image via
Ο Νίκος Πρατσίνης έχει σπουδάσει Χημεία στο Παν/μιο Αθηνών, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παν/μιο Complutense της Μαδρίτης και σπούδασε Πορτογαλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Κρατικό Παν/μιο Λισαβώνας. Εργάζεται ως μεταφραστής από τα ισπανικά, τα αγγλικά, τα πορτογαλικά και τα καταλανικά στα ελληνικά, σε τεχνικά και λογοτεχνικά κείμενα, καθώς και ως διερμηνέας συνεδρίων. Είναι συνιδιοκτήτης της COM Ν.Πρατσίνης-Ζησίμου ΟΕ, Διερμηνεία-Εξειδικευμένες μεταφράσεις, και έχει διδάξει μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, στο Παν/μιο της Μάλαγα και αλλού (προς το παρόν διδάσκει μετάφραση στο Κέντρο ισπανικής, πορτογαλικής και καταλανικής γλώσσας ABANICO). Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Άλντους Χάξλεϊ, Ουίλιαμ Μπάροουζ, Κασάρες, Χουάν Ρούλφο, Οκτάβιο Πας, Έσα ντε Κεϊρός, Πεϊσότο, Τομάς Σεγόβια, Χρονικά των Ισπανικών Ανακαλύψεων κά στα ελληνικά, καθώς και Καβάφη (όλα τα ποιήματα του κανόνος) και Σεφέρη στα πορτογαλικά, σε συνεργασία με τον Πορτογάλο ποιητή και πανεπιστημιακό Joaquim Manuel Magalhães. Για τη μετάφραση μέρους του καβαφικού ποιητικού έργου στα πορτογαλικά έχει λάβει το Πρώτο Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας (1995). Η συλλογική μετάφραση του έργου “Αλφανουί” του Ραφαέλ Σάντσεθ (εκδ. Λαγουδέρα) την οποία συντόνισε σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, τιμήθηκε το 2008 με το βραβείο ΕΚΕΜΕΛ-Ινστιτούτου Θερβάντες. Τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη συλλογική μετάφραση (ειδικότερα ποίησης) και την προστιθέμενη αξία της πειραματιζόμενος μέσα από τη διοργάνωση σχετικών εργαστηρίων είτε στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.