Τι ακούσαμε στο 2ο LIND-Web και το 3ο Translation Studies Day (Βρυξέλλες, 24-25 Οκτωβρίου)
Για δεύτερη χρονιά, η Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διοργάνωσε το Language Industry Web Platform (LIND-Web) Forum με θέμα Joining forces for a stronger language industry στο πλαίσιο του Translating Europe Forum. Μπορείτε να δείτε όλο το σχετικό υλικό από το πρώτο και δεύτερο φόρουμ, καθώς και τις βιντεοσκοπημένες παρουσιάσεις εδώ. Δηλωμένος σκοπός του φόρουμ είναι τα ενδιαφερόμενα μέρη να συζητήσουν για την προστιθέμενη αξία των υπηρεσιών και για βέλτιστες πρακτικές. Ως ενδιαφερόμενα μέρη αναφέρονται ΜΜΕ και μεγάλες εταιρείες, που αγοράζουν γλωσσικές υπηρεσίες, επαγγελματικοί σύλλογοι, εκπαιδευτικοί φορείς κ.λπ.
Επιγραμματικά, συνεχίστηκε η συζήτηση από το 1ο φόρουμ για τις λεγόμενες μαθητείες (internships) και η ανάγκη να επεκταθεί το μνημόνιο περί μαθητειών που είχε υπογραφεί μεταξύ της EUATC και της GALA, ώστε να συμπεριληφθούν το δίκτυο EMT και η ELIA. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Rrytis Martikonis, Γενικός Διευθυντής Μετάφρασης, εξέφρασε την ελπίδα ότι το νέο πρόγραμμα Erasmus Plus θα συνεισφέρει περισσότερη δομή και συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη που συμμετέχουν στο Translating Europe Forum, ότι δίνεται η ευκαιρία για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και ότι το φόρουμ θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη νέων ιδεών, με την DGT να λειτουργεί ως καταλύτης. Έκανε ειδική αναφορά στην Digital Agenda που έχει ως στόχο την ανάπτυξη εργαλείων για τη δημιουργία ψηφιακού περιεχομένου σε όλες τις γλώσσες, αναφέροντας ότι μάλλον θα αποτελέσει τη θεματολογία του επόμενου LIND-Web.
Η πρώτη ημέρα χωρίστηκε σε δύο ενότητες: Going Global through Language Services – Language Industry Best Practices και Employability and Language Services – Preparing for the Future. Σε γενικές γραμμές, αναφέρθηκε ότι δεξιότητες των μεταφραστών πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του κλάδου (βλ. εταιρειών) ώστε να βελτιωθούν οι προοπτικές απασχόλησης (employability), και ότι οι φοιτητές μετάφρασης πρέπει να συμμετέχουν πιο ενεργά στις διάφορες εκδηλώσεις και εκθέσεις του κλάδου, ώστε να υπάρχει από νωρίς αλληλεπίδραση των φοιτητών με τις εταιρείες και τον εργασιακό χώρο γενικότερα. Η υπόλοιπη ημέρα κύλησε με παρουσιάσεις και workshops που κινήθηκαν στην προαναφερόμενη θεματολογία, δηλαδή τις βέλτιστες πρακτικές και την ποιότητα, τις δεξιότητες για βελτίωση των ευκαιριών απασχόλησης και την ορατότητα του κλάδου των γλωσσικών υπηρεσιών.
Στην πρώτη ενότητα, εκφράστηκαν ορισμένες απόψεις που ήταν τουλάχιστον παράδοξες. Η μετάφραση εξισώθηκε από μια πανελίστρια με την αγορά αυτοκινήτου, υποστηρίζοντας ότι ο πελάτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει τη διαδικασία παραγωγής/δημιουργίας μιας μετάφρασης, αλλά τα αποτελέσματά της, αναιρώντας τη μέχρι τώρα ιδέα ότι ο πελάτης πρέπει να διαπαιδαγωγείται, ώστε να δημιουργεί το περιεχόμενο σε κατάλληλη μορφή γλωσσικά και πολιτισμικά και ανάλογα με το μέσο δημοσίευσης, να κατανοεί την αξία της ποιότητας, αλλά και την προστιθέμενη αξία των υπηρεσιών. Μια intervenor, αντιπρόσωπος ένωσης μεταφραστικών εταιρειών, χαρακτήρισε τη μετάφραση ως το “εύκολο μέρος”, καθώς όλοι πλέον καλούνται να έχουν περισσότερες τεχνολογικές γνώσεις, λύσεις και εργαλεία, με αποτέλεσμα προφανώς αυτές οι διαδικασίες να επισκιάζουν την ουσία, κάτι που προκάλεσε εύλογα την έκπληξη των επαγγελματιών στην αίθουσα, μερικοί από τους οποίους πήραν το λόγο για να θέσουν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, διαπιστώνοντας ότι υπάρχει μια τάση να τίθενται στο επίκεντρο της διαδικασίας οι διαχειριστές έργου και οι ίδιες οι εταιρείες. Κάποιοι διαπίστωσαν τη “βιομηχανοποίηση” της παραγωγής περιεχομένου και ότι είναι πλέον ανάγκη οι πάροχοι υπηρεσιών να είναι σε θέση να ενσωματώνονται στις διαδικασίες των εταιρικών πελατών, κλείνοντας το χάσμα μεταξύ της τρέχουσας νοοτροπίας και των πραγματικών αναγκών.
Από τα λεγόμενα μερικών εταιρικών αντιπροσώπων, φαίνεται ότι υπάρχει μια υποβάθμιση του ρόλου που διαδραματίζει η μετάφραση και ο μεταφραστής στην παραγωγή του πολύγλωσσου περιεχομένου ως προϊόν διανόησης, εξ ου και η γενική τάση μείωσης των τιμών/αμοιβών και απαξίωσης των μεταφραστικών σπουδών, όσο και αν ο κλάδος προσπαθεί να θεσπίσει πρότυπα για “προώθηση της ποιότητας”. Αναφέρθηκε ότι η προαναφερόμενη “βιομηχανοποίηση” προκαλεί προβλήματα “εικόνας” του επαγγέλματος. Λόγος έγινε επίσης για το αν ο μεταφραστής πρέπει να έχει άμεση επικοινωνία με τον τελικό πελάτη, με τους εταιρικούς αντιπροσώπους να αναφέρουν ότι δεν αποτελεί πάντα επιδίωξη του πολυάσχολου μεταφραστή και ότι είναι αντιπαραγωγικό. Σημειώνω ως παρατήρηση ότι αυτό που θέλουν ιδανικά οι μεταφραστές είναι μια καλή ενημέρωση του τι μεταφράζουν. Πόσες φορές μας έχει ζητηθεί να μεταφράσουμε τεχνικά κείμενα ή αποσπάσματα ή καταλόγους εξαρτημάτων ή λογισμικό χωρίς συγκείμενο και χωρίς οπτικά βοηθήματα, όταν π.χ. ένα απλό σχεδιάγραμμα θα βοηθούσε στην κατανόηση;
Από το κοινό, η Eyvor Fogarty, πρόεδρος της FIT Europe παρατήρησε ότι το μεταφραστικό επάγγελμα έχει διαχωριστεί πλέον σε νέους επαγγελματικούς κλάδους και ότι το πρόβλημα είναι πώς οι μεταφραστές θα μπορέσουν να αναπροσδιορίσουν τη θέση και το ρόλο τους. Η κρίση που βιώνει το επάγγελμα είναι κρίση βιωσιμότητας, και τίθεται εύλογα το ερώτημα ποια θα είναι η μελλοντική του πορεία και πώς οι μεταφραστές θα πρέπει να συνεισφέρουν σε αυτή τη διαδικασία.
Στο δεύτερο μέρος της πρώτης ημέρας, η Evelyne Chauveheid από την Lionbridge εξήγησε τη διαδικασία επιλογής εξωτερικών μεταφραστών στην εταιρεία της και το ρόλο των vendor managers που ενεργούν ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των διαχειριστών έργων και των μεταφραστών, έχοντας αναλάβει να ελέγχουν την καταλληλότητα του υποψηφίου και να διαπραγματεύονται τις τιμές και τις συμβάσεις. Τόνισε ότι οι μεταφραστές μπορούν να απασχοληθούν και σε άλλους ρόλους, όπως tester, localization engineer, project manager, desktop publisher. Επίσης δήλωσε ότι θεωρεί σημαντικό οι φοιτητές μετάφρασης να κάνουν άσκηση 1 με 2 μήνες σε εταιρείες, ώστε να μάθουν την καθημερινή πρακτική ενός μεταφραστή και να υπάρχει συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και εταιρειών, ώστε να εναρμονίζονται οι δεξιότητες με τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις. Το θέμα των μαθητειών συζητήθηκε διεξοδικά στα εργαστήρια, όπου διαπιστώθηκε η ανυπαρξία νομοθεσίας που να προστατεύει το φοιτητή, αποκλίνουσες νομοθεσίες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, και η ανάγκη να ασκηθεί πίεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εναρμόνιση των νομοθεσιών ή την υιοθέτηση νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο. Το προαναφερόμενο μνημόνιο περί μαθητειών κρίνεται ανεπαρκές καθώς είναι εθελοντικό, δεν έχει νομικές επιπτώσεις, καλύπτει ένα μικρό μέρος του κλάδου και προσπαθεί να νομιμοποιήσει την έλλειψη νομοθεσίας προβάλλοντας ένα προφίλ βέλτιστων εταιρικών πρακτικών, καθαρά για διαφημιστικούς λόγους.
Στη συνέχεια, η Christina Schäffner μίλησε για το European Master’s in Translation, το πρόγραμμα OPTIMALE και το πρόγραμμα AGORA (transnational work placements for translation students) για μέλη του ΕΜΤ (άρα περιορισμένης απήχησης) που έχουν θεωρητικά ως σκοπό να “βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης των μεταφραστών” και να δώσουν σε άτομα “που θα μπορούσαν να απασχοληθούν στο μεταφραστικό χώρο” (όχι απαραίτητα μεταφραστές) κάποιες πρακτικές δεξιότητες. Φυσικά, θα αναρωτηθείτε τι γίνεται με όλα αυτά τα πολυετή προγράμματα που προσφέρουν εξειδικευμένες μεταφραστικές σχολές ανά την Ευρώπη, π.χ. στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και αλλού; Εύλογα ερωτήματα που θίχτηκαν από το κοινό χωρίς απάντηση.
Ο επόμενος ομιλητής, ο Kimmo Rossi από την DG Connect, σημείωσε ότι ένας από τους στόχους της Γενικής Διεύθυνσης όπου εργάζεται είναι η βελτίωση της ποιότητας και της κάλυψης της μηχανικής μετάφρασης, καθώς τα τρέχοντα συστήματα δεν καλύπτουν όλες τις γλώσσες της ΕΕ, ειδικά τις λιγότερο ομιλούμενες. Δήλωσε επίσης ότι μία ακόμα επιδίωξή τους είναι να κάνουν την τεχνολογία πιο φιλική για το χρήστη, ώστε να είναι ευρύτερα διαθέσιμη, αναγνωρίζοντας ότι το δυναμικό της γλωσσικής τεχνολογίας δεν αξιοποιείται ακόμα στο έπακρο και ότι μπορούν να γίνουν πολλά περισσότερα, π.χ. υποστηρίζοντας νέες μεθόδους εργασίας ενσωματώνοντας τη μηχανική μετάφραση με την τεχνολογία μεταφραστικών μνημών. Προσωπικά κρίνω ότι το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, εξάλλου τα σύγχρονα μεταφραστικά συστήματα παρέχουν ήδη αυτή τη δυνατότητα. Εγείρονται όμως ζητήματα όταν δεν γίνεται διάκριση της προέλευσης της μετάφρασης (π.χ. βαθμός σιγουριάς, εγκυρότητα, αποδοχή, ανάληψη ευθύνης) και ο μεταφραστής που ασχολείται κατά κόρον με κείμενα αυτού του είδους χάνει το γλωσσικό αισθητήριο και την ικανότητα γραφής, όπως δηλώθηκε επανειλημμένα από διάφορους συμμετέχοντες. Μια ακόμα νέα πτυχή είναι οι συνεργατικές μέθοδοι εργασίας, ειδικά για μεγάλα μεταφραστικά έργα όπου είναι δύσκολο να τηρηθεί η συνέπεια της μετάφρασης και της ορολογίας ή να γίνει η διαχείριση των ροών εργασίας. Τέλος, δήλωσε ότι επιθυμούν να υποστηρίξουν τη διάθεση και κοινή χρήση των διαθέσιμων γλωσσικών πόρων (π.χ. παράλληλα corpora και μεταφραστικές μνήμες), ώστε να διευκολυνθεί η ποιότητα και η αποδοτικότητα της μετάφρασης. Και αυτός παρατήρησε ότι μιλάμε πλέον για γλωσσικό επάγγελμα, και όχι αποκλειστικά για μεταφραστικό, καθώς αναδύονται διάφοροι άλλοι τομείς απασχόλησης και ρόλοι.
Όσον αφορά την απασχόληση και τα προβλήματα στην αγορά εργασίας, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει έλλειψη στατιστικών και εμπειρικών δεδομένων. Γενικά, όλοι οι φορείς παραδέχονται ότι οι μεταφραστές δουλεύουν όλο και περισσότερο για τα προς το ζειν με αποτέλεσμα να τίθεται θέμα βιωσιμότητας, πόσο μάλλον όταν ο μεταφραστής είναι επίσης υπεύθυνος για τη συνεχή του εκπαίδευση και δια βίου μάθηση. Επίσης ένας άλλος παράγοντας που δυσχεραίνει τις προοπτικές απασχόλησης είναι ο μεγάλος αριθμός διαθέσιμων προγραμμάτων (στη Γαλλία υπάρχουν 45 μεταπτυχιακά μετάφρασης) τα οποία όμως δεν προσφέρουν το ίδιο επίπεδο σπουδών, με αποτέλεσμα οι πτυχιούχοι να μην έχουν ισοδύναμα προσόντα και να μην μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά λόγω ανεπαρκειών στην εκπαίδευσή τους. Τέλος, στο πλαίσιο της συζήτησης επισημάνθηκε μεταξύ άλλων ότι οι μεταφραστικές δεξιότητες πρέπει να συνδυάζονται και με άλλες ικανότητες προκειμένου να αποκτά εξειδίκευση ο φοιτητής.
Η δεύτερη ημέρα (3rd Translation Studies Day) είχε περισσότερο γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Αφορούσε πρωτίστως την παρουσίαση δύο εκθέσεων: Document Quality Control in Public Administrations and international Organisations και Translation and Language Learning (που εξετάζει αν η μετάφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκμάθηση ξένων γλωσσών) και γύρω από αυτές εξελίχθηκαν οι συζητήσεις. Στο σχετικό βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε όλες τις συζητήσεις και τις απόψεις περί νομικής ορολογίας και χρήσης απλής γλώσσας (συγκεκριμένο λεξιλόγιο, απλή δομή, καθαρότητα) σε διοικητικά και νομικά κείμενα. Θα πρέπει να γίνει αναφορά στην παρέμβαση της Liese Katschinka, προέδρου της EULITA, για το θέμα της ποιότητας και πώς μπορούν οι πελάτες μετάφρασης να κατανοήσουν ότι αυτό οδηγεί σε εξοικονόμηση μακροπρόθεσμα. Πρότεινε τη διενέργεια μελέτης για να βρεθεί ποιο είναι το κόστος της εκπαίδευσης μεταφραστών έναντι της απώλειας εσόδων (ασφαλιστικών εισφορών και φόρων) και ζημιών (εξαιτίας εσφαλμένων μεταφράσεων), καθώς και της σχέσης χρόνου/αποδοτικότητας ενός ειδικευμένου μεταφραστή/διερμηνέα έναντι μη ειδικευμένων γλωσσομαθών και πώς αυτό μεταφράζεται σε οικονομικούς όρους (μακροοικονομική μελέτη).
Τελικά η γεύση που έμεινε ήταν γλυκόπικρη. Για παράδειγμα, οι συντάκτες της έκθεσης Translation and Language Learning συζήτησαν πώς μπορούν οι δάσκαλοι ξένων γλωσσών να αποκτήσουν δεξιότητες μετάφρασης, ώστε να συμπεριλάβουν τη μέθοδο της μετάφρασης στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, κανείς όμως δεν συζήτησε πώς θα μπορούσαν να δοθούν δεξιότητες διδασκαλίας στους μεταφραστές για τον ίδιο σκοπό. Όσον αφορά την πρώτη ημέρα, για ακόμα μία φορά, η συμμετοχή των επαγγελματικών ενώσεων και επαγγελματιών μεταφραστών στα πάνελ ήταν δυσανάλογη (και ελλειμματική). Και αυτό προκάλεσε αρκετά σχόλια από τους αντιπροσώπους των επαγγελματικών ενώσεων που έκριναν ότι η δομή και τα θέματα συζήτησης περιθωριοποιούσαν τον επαγγελματία. Μάλλον μετά την αξιολόγηση της 1ης ημέρας και τις αρνητικές εντυπώσεις, ο κος Martikonis αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι την επόμενη φορά “ίσως θα μπορούσαμε να καλέσουμε και τους επαγγελματίες”. Ακόμα και τα εργαστήρια επικεντρώθηκαν σε ζητήματα που αφορούσαν τις ίδιες τις εταιρείες (όλα σε σχέση με την αποδοτικότητα και το κόστος) χωρίς να γίνεται λόγος για τα ουσιαστικά προβλήματα των μεταφραστών αυτών καθ’ αυτών: χαμηλές τιμές που διώχνουν τους έμπειρους μεταφραστές, έλλειψη συμβολαίων, καταχρηστικοί όροι απασχόλησης, εργασιακή ανισότητα, προθεσμίες που δεν σέβονται τους χρόνους παραγωγικότητας, πληθώρα μεταφραστών χωρίς προσόντα που κάνουν τη διαδικασία επιλογής δύσκολη και χρονοβόρα, ανεπαρκής τεχνολογική εκπαίδευση, μη εξειδίκευση ή έλλειψη γενικών γνώσεων και πάρα πολλά άλλα. Ένα είναι σαφές και ας γίνει κατανοητό: δεν μπορείς να διαμορφώνεις μεταφραστές με βάση τις προσδοκίες κερδοφορίας ούτε να διαμορφώνεις τις προσδοκίες ποιότητας των πελατών ώστε να βολέψεις μεταφραστές ανεπαρκών προσόντων και ικανοτήτων που δουλεύουν για peanuts.
H Δήμητρα Σταφυλιά σπούδασε μετάφραση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Διαθέτει μεταξύ άλλων μεταπτυχιακό MA in European Business and Languages από το South Bank University και το European Masterʼs in Human Rights and Democratisation (E.MA). Πιστεύει ακράδαντα στην ανάγκη ενεργειών που αναδεικνύουν τη μετάφραση ως επάγγελμα και τον μεταφραστή ως εξειδικευμένο επαγγελματία. Εργάζεται ως ελεύθερη επαγγελματίας μεταφράστρια από το 2002.