Μεταφραστική πράξη: γιατί μόνο η γλωσσομάθεια δεν είναι αρκετή

Της Χριστίνας Αποστολοπούλου

«Θα το μετέφραζα εγώ αλλά δεν προλαβαίνω».

Αυτή είναι η πιο συχνή φράση που ακούν στην καθημερινότητά τους οι περισσότεροι μεταφραστές από υποψήφιους ή και υφιστάμενους πελάτες. Δεδομένου ότι η γλωσσομάθεια στη χώρα μας είναι αρκετά υψηλή -ιδίως στις νεότερες γενιές- αρκετοί πελάτες σπεύδουν να προβούν στην ανωτέρω διευκρίνιση ως εάν η μοναδική δεξιότητα που απαιτείται για την εκπόνηση μετάφρασης είναι η γνώση της ξένης γλώσσας και ο μόνος ανασταλτικός παράγοντας είναι η έλλειψη του απαιτούμενου χρόνου.

Σκίτσο: Αντώνης Βαβαγιάννης (Κουραφέλκυθρα)

Ως εκ τούτου, εναπόκειται πλέον στους μεταφραστές να εξηγήσουν στους πελάτες τους και στο ευρύ κοινό ότι η άσκηση του επαγγέλματός τους προϋποθέτει σειρά τυπικών και -την ίδια στιγμή- ουσιαστικών προσόντων, όπως ακριβώς η άσκηση οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος.

Το βασικό προσόν, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι άλλο από τον πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών στην επιστήμη της μετάφρασης. Στη χώρα μας το μοναδικό πανεπιστημιακό τμήμα τετραετούς φοίτησης στο οποίο διδάσκεται η μετάφραση είναι το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας (ΤΞΓΜΔ) του Ιονίου Πανεπιστημίου (ΙΠ). Οι πτυχιούχοι μεταφραστές του ΤΞΓΜΔ κατοχυρώνονται επαγγελματικά με το Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) 169/2002 (Α’156), στο άρθρο 1 του οποίου αναφέρεται ότι ως εξειδικευμένοι επιστήμονες έχουν όλα τα εφόδια και τη δυνατότητα (i) να μεταφέρουν μέσω της τεχνικής της μετάφρασης κάθε είδους κείμενα από την ελληνική προς τις γλώσσες τις οποίες διδάχτηκαν υποχρεωτικώς κατά τη φοίτησή τους και αντιστρόφως και (ii) να αντιμετωπίζουν προβλήματα τεκμηρίωσης ταχύτατα και αποτελεσματικά. Σημειώνεται δε ότι οι πτυχιούχοι μεταφραστές του ΤΞΓΜΔ έχουν ως κύρια επαγγελματική ενασχόληση τη μετάφραση σε όλα τα διαδικαστικά στάδιά της και την έκδοση οποιωνδήποτε εγγράφων ή άλλων κειμένων ευθυνόμενοι για την εγκυρότητα του περιεχομένου τους.[i]

Τα εφόδια που αποκτούν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους καλλιεργούνται με i) τη διδασκαλία της θεωρίας της μετάφρασης, ii) την εμβάθυνση στις γλώσσες, αλλά και στο πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται αυτές, iii) την κατάκτηση βασικών αρχών των επιστημονικών πεδίων στη μετάφραση των οποίων επιθυμούν να εξειδικευτούν, iv) τα πολύωρα εργαστήρια μετάφρασης, γενικών και στη συνέχεια ειδικών κειμένων, σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις και τέσσερις γλωσσικούς συνδυασμούς και v) τα εργαστήρια μεταφραστικής τεχνολογίας.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν οι φοιτητές διδάσκονται τη μεταφραστική μεθοδολογία, εντρυφούν στις μεταφραστικές τεχνικές, καλλιεργούν τις γλωσσικές τους δεξιότητες, τελειοποιούν την αναζήτηση ορολογίας, αξιοποιώντας τους κατάλληλους πόρους, και μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τα μεταφραστικά εργαλεία που είναι απαραίτητα για το σύγχρονο μεταφραστή. Στη συνέχεια, και κατά την έξοδο από το πανεπιστήμιο και την είσοδό τους στην αγορά εργασίας, απαιτείται βεβαίως πρακτική εξάσκηση, ιδανικά με την καθοδήγηση και τη συνδρομή πιο έμπειρων επαγγελματιών, προκειμένου οι νέοι επαγγελματίες να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον εργασιακό στίβο.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι σε θέση να ασχοληθούν επαγγελματικά με την επιστήμη της μετάφρασης, σε ένα ή περισσότερα πεδία εξειδίκευσης, εφαρμόζοντας τις αρχές, τις τεχνικές και τη δεοντολογία που διέπει τους ασκούντες το μεταφραστικό επάγγελμα. Όταν δε έρθει η ώρα που θα χρειαστεί να συμμετάσχουν ως μέλη ομάδας σε ένα μεγάλο και σύνθετο μεταφραστικό έργο -ας πάρουμε για παράδειγμα τη μετάφραση μιας αγωγής χιλιάδων λέξεων που πρέπει να επιδοθεί εντός συγκεκριμένης σύντομης προθεσμίας και μάλιστα σε δύο διαφορετικές γλώσσες και φυσικά αφού έχει περάσει όλα τα στάδια μετάφρασης, επιμέλειας, τελικού ελέγχου, μορφοποίησης, εκτύπωσης και επικύρωσης- τότε θα συνειδητοποιήσουν και οι ίδιοι ακόμα ότι η ολοκλήρωσή του δεν είναι απλώς ζήτημα εύρεσης αρκετών «εργατικών χεριών». Αντιθέτως, απαιτείται η εξασφάλιση και ο συντονισμός ικανού αριθμού άρτια καταρτισμένων και συνήθως έμπειρων και εξειδικευμένων μεταφραστών, με ευχέρεια στη χρήση μεταφραστικών εργαλείων, που θα μπορέσουν να εργαστούν οργανωμένα και συχνά παράλληλα για την παραγωγή τελικού κειμένου μετάφρασης που θα χαρακτηρίζεται από πιστότητα, ακρίβεια, ομοιομορφία στη γλώσσα και την ορολογία, νοηματική συνοχή, συνεκτικότητα και ενιαίο ύφος.

Είναι συνεπώς αυταπόδεικτο γιατί στο ως άνω παράδειγμα ένας γλωσσομαθής εργαζόμενος δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αποδοτικά και αποτελεσματικά, τόσο από άποψη χρόνου όσο και ποιότητας. Φανταστείτε έναν ερασιτέχνη βιολιστή να προσπαθεί να ενταχθεί επί ίσοις όροις με τους επαγγελματίες σε ένα μουσικό σύνολο. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα για τον ίδιο, για την ομάδα, αλλά και για το κοινό;

Αλλά για να μιλήσουμε και με όρους οικονομίας και παραγωγής, γιατί να δαπανάται ο εργάσιμος χρόνος εργαζομένων που δεν είναι καταρτισμένοι σε ένα αντικείμενο, αλλά είναι εξειδικευμένοι σε κάποιο άλλο, και να μην αναλαμβάνουν οι επαγγελματίες του εκάστοτε κλάδου;

Σκίτσο: Αντώνης Βαβαγιάννης (Κουραφέλκυθρα)

Αντλώντας από την εμπειρία μας στο πλαίσιο εργαστηρίων μετάφρασης με φοιτητές νομικής που γνωρίζουν ξένες γλώσσες ή σπουδάζουν στο εξωτερικό, σημειώνουμε ότι η πρώτη παρατήρησή τους κατά το στάδιο πρώτης προσέγγισης και ανάγνωσης νομικού κειμένου μικρής προς μέτριας δυσκολίας στα αγγλικά είναι ότι «φαίνεται εύκολο». Στη συνέχεια, αφού τους παρουσιάσουμε τις βασικές αρχές μετάφρασης και αναζήτησης ορολογίας και έχοντας πρόσβαση σε όλους τους διαθέσιμους ορολογικούς πόρους, τους προτρέπουμε να κάνουν μια απόπειρα μετάφρασης δουλεύοντας είτε ατομικά είτε ομαδικά. Αφού τους δοθεί εύλογος χρόνος, λαμβάνοντας υπόψη φυσικά το χαμηλό βαθμό εξοικείωσης που έχουν με τη μεταφραστική διαδικασία, ακούμε συχνά το σχόλιο «καταλαβαίνω τι λέει το πρωτότυπο, αλλά δεν μπορώ να το γράψω στα ελληνικά». Αυτή η φράση συγκεφαλαιώνει με εύγλωττο τρόπο την αντίληψη που έχει το κοινό για την πράξη της μετάφρασης. Αυτό που τους λείπει είναι αφενός η θεωρία πάνω στην οποία θα θεμελιώσουν την πράξη και αφετέρου η πρακτική εξάσκηση. Διότι ακριβώς αυτή είναι η ουσία της μεταφραστικής πράξης: να μπορέσουν να γράψουν το μήνυμα στην άλλη γλώσσα χωρίς να του αποστερήσουν, κατά τη γνώμη μας, ούτε το γράμμα, ούτε το πνεύμα.

Πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται να μπορέσουν να περάσουν από το στάδιο της κατανόησης, το οποίο περιλαμβάνει την ανάλυση του κειμένου και την έρευνα τεκμηρίωσης, στο στάδιο της επανέκφρασης στην άλλη γλώσσα, χαράσσοντας συγκεκριμένη στρατηγική σύνταξης του μεταφράσματος και υιοθετώντας τα κατάλληλα γλωσσικά μέσα. Τέλος, θα πρέπει να ελέγξουν και πιθανώς να αναθεωρήσουν οι ίδιοι το μετάφρασμά τους, αρχικά αντιπαραβάλλοντάς το με το πρωτότυπο και στη συνέχεια απομακρυνόμενοι από αυτό και προσεγγίζοντας το εκ νέου ως ανεξάρτητο κείμενο.

Η ως άνω διαδικασία που περιγράφεται σχηματικά σε λίγες γραμμές είναι το αντικείμενο της επιστήμης και της τέχνης της μετάφρασης που θεωρούμε ότι δεν μπορεί να συμπυκνωθεί στα στενά όρια ενός σεμιναρίου όσο εκτενές κι αν είναι αυτό. Χρειάζεται επένδυση χρόνου, σπουδή στη θεωρία και την πράξη, εμβάθυνση στη μεταφραστική διαδικασία, εξειδίκευση στο θεματικό πεδίο, εξάσκηση, ανατροφοδότηση και διαρκής επιμόρφωση. Επανερχόμενοι λοιπόν στη φράση -που παρατίθεται με ελαφρώς σκωπτική διάθεση- με την οποία ξεκινά το παρόν άρθρο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό σκοπό να πληροφορήσει το κοινό για τη σημασία της επαγγελματικής μετάφρασης, η θέση μας είναι ότι για μια άρτια επιστημονικά μετάφραση δεν αρκεί μόνο η γλωσσομάθεια, αλλά όλες εκείνες οι δεξιότητες και τα εφόδια που προαναφέραμε και διακρίνουν τον επαγγελματία μεταφραστή από οποιονδήποτε ερασιτέχνη.

Πηγές:

– Προεδρικό Διάταγμα 169/2002 (Α’156)

– Απόφαση 2799/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ’)

– Γνωμοδότηση 333/2014 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Τμήμα Α’)

– Πολίτης Μιχάλης, (2012): Ζητήματα γνωσιακής προσέγγισης της διδακτικής της μετάφρασης, Εκδόσεις Ανατολικός, Αθήνα

– Οδηγός Σπουδών Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης & Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2023)


[i] Στο ΠΔ 169/2002 (Α’156) αναφέρεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας (Τμήμα Δ) στην υπ’ αρ. 2799/2013 απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή την από 21/10/2009 αίτηση της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστημίου (ΠΕΕΜΠΙΠ) κατά του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ) για την αποδοχή των μεταφράσεων των μελών της ΠΕΕΜΠΙΠ από τον ΔΟΑΤΑΠ. Επισημαίνεται δε στην παρ. 8 αυτής ότι μεταφράσεις ξενόγλωσσων κειμένων, προερχόμενες από πρόσωπα που έχουν αποδεδειγμένα την ιδιότητα του πτυχιούχου του ΤΞΓΜΔ του ΙΠ, και συνεπώς έχουν τύχει εξειδικευμένης από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα παρεχόμενης εκπαίδευσης στο αντικείμενο αυτό, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ’ όψιν από τον ΔΟΑΤΑΠ.

Η επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων του ΤΞΓΜΔ γίνεται εμμέσως και από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Α) στην υπ’ αρ. 333/2014 γνωμοδότησή του σε απάντησή του σε ερώτημα που αφορούσε την (τέως πλέον) μεταφραστική υπηρεσία του ΥΠΕΞ καθώς θεωρείται ως δεδομένη, από την ίδια τη διατύπωση του ερωτήματος και εν συνεχεία στα Κεφάλαια Ι) Ιστορικό και ΙΙΙ) Ερμηνεία των διατάξεων υπό Γ), η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών μετάφρασης από τους πτυχιούχους Μεταφραστές του ΙΠ.