Η συμβουλή της καμπάνας και άλλα ελληνικά διηγήματα
Η ΠΕΕΜΠΙΠ είχε τη χαρά και την τιμή να «φιλοξενήσει» στο Στέκι της Μετάφρασης στην 13η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης την παρουσίαση ενός πολλαπλά σημαντικού βιβλίου: τη συλλογή ελληνικών διηγημάτων με τίτλο «Le conseil de la cloche et autres nouvelles grecques» του νεοελληνιστή Stéphane Sawas, σε δική του ανθολόγηση και μετάφραση στα γαλλικά. Σήμερα, δημοσιεύουμε στο blog της ΠΕΕΜΠΙΠ την εισαγωγική εισήγηση της Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Λίτσας Χατζοπούλου που παρουσίασε την ιδιαίτερη αυτή συλλογή στο κοινό της ΔΕΒΘ στις 14 Μαΐου 2016.
Η συμβουλή της καμπάνας και άλλα ελληνικά διηγήματα (Le Conseil de la cloche et autres nouvelles grecques, ed. Stéphane Sawas, 2015, Éditions Rue d’Ulm/Presses d’École normale supérieure, Paris) η συλλογή διηγημάτων, που ανθολόγησε και μετέφρασε στα γαλλικά ο Stéphane Sawas, είναι το πιο ενδιαφέρον βιβλίο που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Θα τη χαρακτηρίσω εξαρχής «παράδοξη», με την έννοια και του «παρά προσδοκίαν», εκείνου που δεν περιμένουμε, και του «παρά την δόξαν», εκείνου που έρχεται σε αντίθεση (ή και σε σύγκρουση) με τα δικά μας «ένδοξα», δηλαδή με τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την εικόνα της Ελλάδας και της λογοτεχνίας της εκτός εθνικών ορίων.
Προτού περιγράψω την ιδιαιτερότητα της συλλογής, λίγα λόγια για τον ανθολόγο-μεταφραστή. Ο Stéphane Sawas είναι νεοελληνιστής, καθηγητής Ιστορίας των Τεχνών στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών (INALCO) του Παρισιού, όπου διευθύνει το ερευνητικό Κέντρο Μελετών της Λογοτεχνίας του Κόσμου. Διευθύνει επίσης τη Σχολή Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Σπουδών του Ινστιτούτου. Έχει βραβευθεί, για το σύνολο του έργου του, με το Χρυσό Μετάλλιο της Ελληνικής Εταιρίας Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 60 περίπου επιστημονικές μελέτες γύρω από θέματα ιστορίας και λογοτεχνίας, τέχνης και διασποράς.
Με αυτήν την επιστημονική σκευή, λοιπόν, ο Stéphane Sawas μας προσφέρει την «παράδοξη» ανθολογία μεταφρασμένων διηγημάτων –και είναι καιρός να προχωρήσω στις αναγκαίες συστάσεις της.
Ξεκινώ από τον τίτλο: Η συμβουλή της καμπάνας∙ είναι παρμένος από το πρώτο στη σειρά και χρονολογικά αρχαιότερο διήγημα, γραμμένο από τον Δημήτριο Βικέλα. Ο τόμος περιέχει και άλλα ελληνικά διηγήματα – ελληνικά, και όχι νεοελληνικά, καθόσον δεν υπάρχουν αρχαία ελληνικά διηγήματα. Διακριτικός υπαινιγμός, άραγε, για το εσφαλμένο του καθιερωμένου, εδώ και έναν αιώνα περίπου, προσδιοριστικού χρονικά (και υποπτεύομαι και ιδεολογικά) όρου; Ας μην προσκολληθούμε σ’ αυτήν την ερώτηση – υπάρχουν άλλες, πολύ πιο ενδιαφέρουσες.
Δεκαπέντε είναι τα διηγήματα που ανθολογούνται, ξεκινώντας από το προαναφερθέν του Βικέλα, δημοσιευμένο στα 1877, και τελειώνοντας με το τιτλοφορούμενο «Η χήρα» της Μαρίας Τσούτσουρα, δημοσιευμένο στα 2008 –αλλά με τη χρονολογική ένδειξη 1978-2008 κάτω από το ίδιο το διήγημα˙ κι άλλη απορία: τι σημαίνει, άραγε, αυτό το χρονικό άνοιγμα 30 ολόκληρων χρόνων σε ένα διήγημα 3 σελίδων;
Τα διηγήματα εμπλουτίζονται με επεξηγηματικά σχόλια του ανθολόγου-μεταφραστή, κατάλογο των εκδόσεών τους, και ένα περιεκτικό χρονολόγιο με σημαντικά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας από το 1830 ως το 2010. Στο τέλος, εν είδει επισημείωσης, ένα κείμενο του Stéphane Sawasμε τίτλο «Οι κλασικοί της εποχής μας», όπου περιγράφεται συνοπτικά η παρουσία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Γαλλία και εξηγείται το σκεπτικό της παρούσας ανθολογίας.
Ας δούμε, όμως, ποιοι συγγραφείς ανθολογούνται: Δημήτριος Βικέλας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κ.Π. Καβάφης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Χάρης Σταματίου, Νίκος Καββαδίας, Γιώργος Σεφέρης, Κοσμάς Πολίτης, Μάριος Χάκκας, Αντωνάκης Ευγενίου, Κώστας Ταχτσής, Τόλης Καζαντζής, Γιάννης Ρίτσος, Σωτήρης Δημητρίου, Μαρία Τσούτσουρα. Μερικά ονόματα τα περιμένουμε ή πάντως μπορούμε να φανταστούμε γιατί επελέγησαν, μερικά δεν ηχούν οικεία, κάποια άλλα όμως είναι βέβαιο πως δεν θα είχαν θέση σε μια ανθολογία πεζογραφίας, προορισμένη μάλιστα για Γάλλους αναγνώστες. Καβάφης, Καββαδίας, Σεφέρης, Ρίτσος: με εξαίρεση τον Αλεξανδρινό, οι άλλοι τρεις έγραψαν ένα αφήγημα -μικρής ή μεγάλης έκτασης, αδιάφορο- που όμως δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «πεζογράφος» ή πάντως δεν τον θέτει σε σημείο ισότιμο με τον χαρακτηρισμό «ποιητής». Γιατί, λοιπόν, τέσσερις ποιητές, αντί για άλλους, γνωστούς πεζογράφους;
Αλλά και εκείνοι οι συγγραφείς που ευλόγως συμπεριελήφθησαν, τελικά προκαλούν επίσης απορίες, επειδή εκπροσωπούνται με διηγήματα ας πούμε «περιθωριακά». Για παράδειγμα, από τον Παπαδιαμάντη επιλέγεται «Ο ξεπεσμένος δερβίσης» και όχι, λ.χ., το «Όνειρο στο κύμα». Για ποιο λόγο, άραγε;
Κοιτάζοντας προσεκτικότερα συγγραφείς και διηγήματα, διαπιστώνουμε ότι η εικόνα που αναδύεται από αυτήν την ανθολογία περιλαμβάνει συγγραφείς και του κέντρου και της ευρύτερης περιφέρειας του ελληνισμού και αποτυπώνει τις σημαντικές περιόδους και ρεύματα της νεότερης λογοτεχνίας μας, μετά τα ρομαντικά χρόνια, καθώς και ψηφίδες από την ιστορική περιπέτεια του τόπου, αν και σε επίπεδο νοοτροπιών και μικροϊστορίας. Μόνο που αυτή η εικόνα δεν είναι συνηθισμένη και πιθανότατα δεν θα την επέλεγε ένας επίσημος κρατικός φορέας, ακόμη και με πρόθεση εικονοκλαστική, για να προβάλλει τη χώρα στο εξωτερικό. Ο Stéphane Sawas διάλεξε «άβολους» συγγραφείς ή «άβολα» διηγήματα, κείμενα που οι νεοελληνιστές προτιμούν να παραβλέπουν, κάποτε αμήχανοι γιατί δεν χωράνε στους συνήθεις ειδολογικούς ή αξιολογικούς χαρακτηρισμούς τους∙ κείμενα που «χαλάνε» την επιθυμητή εικόνα των ίδιων των συγγραφέων – αίφνης, ο Παπαδιαμάντης γράφει με συμπάθεια για έναν Τούρκο δερβίση, παρουσιάζοντάς τον σε ένα σκηνικό όπου συμφύρονται οι αρχαιοελληνικές μνήμες, η όχι και τόσο λαμπρή πραγματικότητα του νέου κράτους, ο χριστιανισμός και τα απομεινάρια της οθωμανοκρατίας∙ «τολμάει» μάλιστα να συνδέσει την ανατολίτικη μουσική με τους αρχαίους μουσικούς τρόπους –κι όλα αυτά εν έτει 1896, δηλαδή την εποχή που η πρωτεύουσα της χρεωκοπημένης χώρας ξαναζούσε το όνειρο του αρχαίου κάλλους με τους πολυδάπανους Ολυμπιακούς Αγώνες, και ένα χρόνο πριν από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μια πραγματικότητα «μειχτή αλλά νόμιμη», θα έλεγε ο Σολωμός∙ ωστόσο διόλου ευχάριστη αυτή η «μείξη» για τους θιασώτες κάθε λογής «καθαρότητας» και «ομοιογένειας», ερήμην του Παπαδιαμάντη βεβαίως…
Νομίζω πως «Ο ξεπεσμένος δερβίσης» αποτελεί και τον συμβολικό πυρήνα της ανθολογικής ματιάς. Το διήγημα αυτό έχει χαρακτηριστεί ως ο «ύμνος της ετερότητας» –και όλα τα κείμενα που διάλεξε ο Stéphane Sawasσυγκροτούν, ακριβώς, την «ετερότητα», εκείνη την άλλη εικόνα της Ελλάδας, την καλά κρυμμένη κάτω από ποικίλα πολιτικά, ρητορικά, εθνικά και ιδεολογικά περιτυλίγματα, που μπορούν να διαστρεβλώσουν ακόμη και την υπαρξιακή εξέγερση ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα σε διασκεδαστικό φολκλορισμό. «Μα, τελικά, αυτό είναι η Ελλάδα;», θα ρωτούσε με φρικίαση όποιος την έχει συσχετίσει με το λεγόμενο «σύνδρομο του Ζορμπά». Ναι, είναι και αυτό η Ελλάδα, σε κάποιες ιστορικές της στιγμές ίσως ήταν κυρίως αυτό, μόνο που εμείς εδώ προτιμούμε να παριστάνουμε πως τα πράγματα έχουν άλλη όψη. Και, τελικά, αυτή η ανθολογία λειτουργεί σχεδόν λυτρωτικά –έστω και με κόστος τη στιγμιαία δυσφορία μας– παρουσιάζοντάς μας το είδωλό μας μέσα από διαδοχικές αντανακλάσεις σε αντικριστούς αλλά επάλληλους καθρέφτες: βλέπουμε την εικόνα μας μέσα από τα μάτια παλαιών συγγραφέων μέσα από τα μάτια ενός Γάλλου… Αναρωτιέμαι ποιες ήταν οι αντιδράσεις των Γάλλων αναγνωστών αυτής της ανθολογίας, πώς εκείνοι στάθηκαν μπροστά στην «έτερη» εικόνα.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο στη συλλογή των διηγημάτων έχει να κάνει με τη μορφή της γυναίκας –ως ηρωίδας και ως συγγραφέως. Κατά κανόνα, η γυναίκα απουσιάζει από τον πλασματικό κόσμο των αφηγημάτων˙ ή κι αν εμφανίζεται είναι μέσα από τον λόγο των άλλων χαρακτήρων, ως φάσμα, ως απρόσιτη μνήμη, ως αντικείμενο ή τρόπαιο. Για χάρη της μπορεί να βασανίζεται ο νεαρός πρωταγωνιστής στο διήγημα του Βικέλα ή να παλεύουν μέχρι θανάτου ο Γκούζλας και ο Ντουλμέρης στο διήγημα του Σταματίου, όμως εκείνη είναι σιωπηλή, οιονεί παρούσα, αλλά περίπου άυλη. Ακόμη και στο «Κουζούμ» του Τόλη Καζαντζή, όπου στρέφεται επάνω της ο αφηγηματικός φακός, είναι περίκλειστη στο μακρινό παρελθόν, περασμένη κι η ίδια όπως ο χρόνος, αναπλασμένη μέσα στις παιδικές μνήμες και γι’ αυτό υποστασιακά ακίνδυνη.
Μοναδική εξαίρεση, η χήρα στο ομώνυμο διήγημα της Μαρίας Τσούτσουρα˙ σάρκινη, ζώσα, προβάλλει αυτόνομη κι όχι μέσα από τις μνήμες άλλων. Το ίδιο διήγημα αξίζει να σχολιαστεί και για έναν ακόμη λόγο: η συγγραφέας του είναι η μόνη γυναίκα που ανθολογείται. Ας δούμε μερικά βιογραφικά στοιχεία της: ποιήτρια, συγγραφέας, Δρ. Γενικής και Συγκριτικής Φιλολογίας, με Διεύθυνση Ερευνών Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, επί μακρόν Επίκουρη Καθηγήτρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και από το 2003 συνεργαζόμενη στο ερευνητικό κέντρο «Πολιτισμικές μεταγωγές» της École normale supérieure του Παρισιού, η Μαρία Τσούτσουρα έχει 150 περίπου επιστημονικές δημοσιεύσεις˙ μεταξύ άλλων, τα βιβλία: Η ευρωπαϊκή συνείδηση του Γιώργου Σεφέρη (1993, 2009), Μετάφραση και ερμηνευτική (1997), και Αντιφεγγίδες μεταξύ Γάλλων ρομαντικών ταξιδιωτών και νεοελληνικής λογοτεχνίας, 2010, στα γαλλικά. Εξέδωσε επίσης στα ελληνικά και μετέφρασε σε γαλλικό στίχο άπαντα Τα σονέτα του Λορέντσου Μαβίλη (1993, 2010). Μαζί με τον Stéphane Sawas διηύθηνε το αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού Europe (Παρίσι 2013), ενώ με την ποιητική της συλλογή Το μεγάλο ταξίδι εκπροσωπεί την Ελλάδα στη δίγλωσση σειρά παγκόσμιας ποίησης των εκδόσεων της Σορβόννης.
Δεν ξέρω αν αυτή η απουσία της γυναίκας ως λογοτεχνικού χαρακτήρα είναι συμπτωματική ή έχει τη σημασία της. Βρίσκω επίσης ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ανθολογείται μία μόνο γυναίκα συγγραφέας˙ δεν θα ήθελα να διακινδυνεύσω μιαν υπόθεση, όμως θα πω ότι η Μαρία Τσούτσουρα και στο διήγημά της και στην ποιητική της συλλογή Το μεγάλο ταξίδι «σπάει» το στερεότυπο (ή το αντιστερεότυπο, αν προτιμάτε) της «γυναικείας γραφής», στο οποίο μοιάζουν να έχουν εγκλωβιστεί οι γυναίκες συγγραφείς. Βρίσκω επίσης πως το διήγημά της ταιριάζει σ’ αυτή τη «μελωδία» που παράγουν όλα μαζί τα κείμενα του τόμου –ως προς την αίσθηση, τον ρυθμό, την ατμόσφαιρα και τον ήχο των εικόνων και των φράσεών της˙ ίσως να είναι κι αυτό ένα κριτήριο για την επιλογή του διηγήματος της Μαρίας Τσούτσουρα.
Το γεγονός ότι μέχρι τώρα αναφέρομαι στο περιεχόμενο της συλλογής, δείχνει ότι η ανθολογία ανακινεί αρκετά ζητήματα, όχι μόνο ή όχι τόσο για τη νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά και για τις νοοτροπίες, την ταυτότητα, την ιδεολογία, τη νεότερη ιστορία μας˙ την Ελλάδα του σήμερα, εν τέλει, και της γενικευμένης και βαθιάς κρίσης. Ελπίζω πως θα προκαλέσει συζητήσεις και προβληματισμούς˙ είναι καιρός, νομίζω, για κάτι τέτοιο και μας παρέχει μια εξαιρετική ευκαιρία.
Ωστόσο, πρόκειται για ανθολογία μεταφρασμένη: που σημαίνει αναμέτρηση, μόχθο, φαντασία, πειραματισμούς και διερωτήσεις –και πάντα η μικρή ανησυχία μήπως κάτι θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα. Τα δεδομένα προβλήματα κάθε μεταφραστικής πράξης εδώ είχαν μια πρόσθετη επιβάρυνση, λόγω της γλωσσικής, και υφολογικής ποικιλίας και της διαφορετικής χρονολογικής προέλευσης των κειμένων. Τα πολλά γλωσσικά επίπεδα του Παπαδιαμάντη, ο ιδιόμορφος λόγος του Καβάφη, η ναυτική γλώσσα του Καββαδία, η πολιτική ομιλουμένη του Χάκκα… Ο κίνδυνος που ελλοχεύει πάντα, να υπερισχύσει το προσωπικό ύφος του μεταφραστή πνίγοντας τη λογοτεχνική φωνή του μεταφραζόμενου (κάτι που έκανε, λ.χ., ο Καζαντζάκης μεταφράζοντας Δάντη), στην προκειμένη περίπτωση θα είχε πιο καταστρεπτικές συνέπειες, επειδή θα ισοπέδωνε τις διαφορές των κειμένων, ενοποιώντας τες κάτω από την κυρίαρχη φωνή του μεταφραστή. Όμως, με ένα θαυμαστό τρόπο, διατηρείται και αναδεικνύεται η πολυφωνία. Ο StéphaneSawas δεν υπάρχει εδώ μέσα˙ κάθε φορά γίνεται ο συγγραφέας που μεταφράζει. Για τους μεταφρασεολόγους και τους μεταφραστές έχει, φαντάζομαι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο πειρασμός της απόδοσης˙ όμως, εκείνο που θεωρώ ότι αποτελεί σημαντικό αξιολογικό κριτήριο για μια μετάφραση είναι η υπόδειξη του W.H. Auden: να διατηρεί τη μοναδική προοπτική του κόσμου που έχει κάθε συγγραφέας, ακόμη κι αν, για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται να θυσιαστεί η λεξιλογική ακρίβεια, το μέτρο, ο ρυθμός. Και ο StéphaneSawasκατάφερε να διατηρήσει δεκαπέντε διαφορετικές προοπτικές του κόσμου και μέσα από τις αντιστίξεις τους να παραγάγει μια όμορφη μελωδία.
Αναφέρθηκα προηγουμένως στην κυρίως ποιητική ταυτότητα τεσσάρων από τους ανθολογούμενους συγγραφείς. Κι ήρθε στο νου μου ένα περιστατικό, που συνέβη τον Ιανουάριο του 1935, όταν, με αφορμή τη λογοτεχνική επισκόπηση του έτους που πέρασε, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Μιλτιάδη Μαλακάση ποιον θεωρεί τον μεγαλύτερο ποιητή της Ελλάδας∙ εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη, απάντησε: «Τον Παπαδιαμάντη». Αν αποσυνδέσουμε την ποίηση από ειδολογικά νοήματα και μορφικούς περιορισμούς και εστιάσουμε στην πρωτογενή ουσία της, τότε όχι μόνον ο Μαλακάσης είχε δίκιο αλλά και Η συμβουλή της καμπάνας και άλλα ελληνικά διηγήματα είναι πρώτιστα ποιήσεως έργο. Και, θα πρότεινα να διαβάζεται χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, αφού, όπως λέει ο JohnStuartMill, «η πεζογραφία πρέπει να ακούγεται, και η ποίηση να κρυφακούγεται».
Λίτσα Χατζοπούλου, Ιστορικός, Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας
Θεσσαλονίκη, Διεθνής Έκθεση Βιβλίου / Αφιέρωμα στη μετάφραση
Σάββατο 14 Μαΐου 2016
Η Λίτσα Χατζοπούλου σπούδασε Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου, όπου δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία, Συγκριτική Λογοτεχνία, Φιλοσοφία της Τέχνης και Αισθητική (1996-2002, 2004). Τα ερευνητικά και επιστημονικά της ενδιαφέροντα καλύπτουν την περίοδο από το 1800 μέχρι το 1930. Τα 50 περίπου δημοσιεύματά της περιλαμβάνουν ιστορικά και φιλολογικά μελετήματα για τον ελληνικό 19ο αι., και για συγγραφείς λιγότερο ή περισσότερο προβεβλημένους (Α.Ρ. Ραγκαβής, Ι. Δεληγιάννης, Σπ. Βασιλειάδης, Γ. Μ. Βιζυηνός, Ν. Καζαντζάκης κ.ά.).