Λογοτεχνία έναντι θανάτου; Και γιατί όχι;

της Πέπης Φρυτζαλά

1η Απριλίου 1945: Αυτή τη φράση καταγράφει ο Νίκο Ροστ στο ημερολόγιό του, όταν φοβάται ότι πάσχει από τύφο και ότι θα πεθάνει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Νίκο Ροστ (1896-1967) ήταν Ολλανδός μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας, αλλά έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους κατεξοχήν «πολιτισμικούς διαμεσολαβητές», λόγω της έντονης επιθυμίας του να αναδείξει το μεγαλείο της γερμανικής λογοτεχνίας, τόσο της κλασσικής όσο και του μεσοπολέμου, προς όφελος των συμπατριωτών του Ολλανδών αλλά και των ολλανδόφωνων κοινοτήτων του Βελγίου. Θαύμαζε το γερμανικό πολιτισμό, και δη τη λογοτεχνία, από τα σχολικά του χρόνια, ίσως από αντίδραση στην μητέρα του που μισούσε καθετί το γερμανικό. Ορμώμενος από αυτό του το θαυμασμό, εγκαθίσταται το 1922 στο Βερολίνο και εργάζεται ως δημοσιογράφος για ολλανδικές εφημερίδες.

Μετά από τρία χρόνια αποφασίζει ν’ ακολουθήσει μια ομάδα Γερμανών καλλιτεχνών στο Monte Verità της Ελβετίας, πιστεύοντας ότι ο εναλλακτικός τρόπος ζωής της ομάδας θα ταίριαζε καλύτερα σ’ εκείνον και την οικογένειά του. Αυτό όμως αποδεικνύεται μια κακή επιλογή και έτσι αναγκάζεται να ξαναγυρίσει στο Άμστερνταμ, καθώς βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Το Βερολίνο όμως εξακολουθεί να είναι για εκείνον η σειρήνα που τον καλεί, κι έτσι επιστρέφει εκεί το 1928. Συχνάζει στο Romanisches Café, ένα κορυφαίο σημείο συνάντησης διανοούμενων και καλλιτεχνών κι εκεί γνωρίζει εξέχοντα πρόσωπα της γερμανικής πολιτιστικής σκηνής όπως ο Μπρεχτ, τα οποία τον συστήνουν και σε λογοτέχνες από την ανατολική Ευρώπη, όπως ο Μαγιακόφσκι και ο Κάφκα. Μυείται στην κομμουνιστική θεώρηση του κόσμου και βρίσκει ότι του ταιριάζει, χωρίς να ξέρει ακόμα πως αυτή του η απόφαση θα τον περιπλέξει σε δεινά πολύ σύντομα.

Εκείνη την περίοδο αναλαμβάνει να μεταφράσει στα ολλανδικά τα έργα των συγγραφέων που γνωρίζει και θαυμάζει. Ανάμεσά τους, το «Βερολίνο Αλεξάντερπλατς» του Άλφρεντ Ντέπλιν και τα έργα του Χανς Φάλαντα. Το 1933, μετά την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ (Γερμανικό Κοινοβούλιο) που σηματοδοτεί την πρώτη στην ουσία φασιστική-προπαγανδιστική κίνηση του Χίτλερ για την ανάληψη της εξουσίας, και λόγω του ότι δεν είναι Γερμανός και του ότι διατηρεί επαφές με το Ολλανδικό κομμουνιστικό κόμμα, η μοίρα του Ροστ αρχίζει να τον οδηγεί σταθερά αλλά αμετάκλητα προς την κόλαση του Νταχάου. Η πορεία αυτή παίρνει μια μικρή αναβολή λόγω των πιέσεων που δέχεται η Γερμανία από την Ολλανδία κι έτσι αφήνεται ελεύθερος, αλλά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το αγαπημένο του Βερολίνο. Εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου συνεχίζει να ασχολείται με τη μετάφραση της γερμανικής λογοτεχνίας, επικεντρώνοντας αυτή τη φορά την προσοχή του στους συγγραφείς που έχουν εξοριστεί από τους Ναζί και για τους οποίους το σπίτι του γίνεται το καταφύγιό τους. Πνεύμα ανήσυχο κι επαναστατικό, φτάνει στην Ισπανία το 1937 για να καταγράψει ως ανταποκριτής τον Ισπανικό Εμφύλιο. Εκεί γνωρίζει τον Χέμινγουεϊ και αναλαμβάνει να μεταφράσει τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» στα ολλανδικά. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 επιστρέφει στο Άμστερνταμ και συνεχίζει να μεταφράζει.

Το τελικό στάδιο της πορείας του Ροστ προς το Νταχάου αρχίζει από τη μετεγκατάστασή του στο Βέλγιο, όπου πιστεύει ότι τα νύχια των Ναζί δεν έχουν ακόμα μπηχτεί γερά. Δυστυχώς, αυτό αποδεικνύεται φρούδα ελπίδα και, καθώς έχει πλέον εμπλακεί με μια βελγική αντιστασιακή ομάδα, τελικά συλλαμβάνεται. Από τη φυλακή στις Βρυξέλλες, στο  στρατόπεδο Σεβενίνγκεν, και μετά στον τελικό του προορισμό, το Νταχάου. Και εκεί ξεκινά η περιπέτεια του «Γκαίτε στο Νταχάου» (“Goethe in Dachau”).

Μεταξύ Ιουνίου 1944 και Απριλίου 1945, ο Ροστ γράφει το ημερολόγιό του, που έμελλε να εκδοθεί ως βιβλίο μετά την απελευθέρωσή του με τον τίτλο «Γκαίτε στο Νταχάου». Χρησιμοποιεί ό,τι είδος γραφικής ύλης μπορούσε να βρει, μιας και το χαρτί ήταν φυσικά δυσεύρετο. Το γράφει στα ολλανδικά, αλλά χρησιμοποιεί τα γερμανικά, όταν παραθέτει αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, καθώς και για την ορολογία του στρατοπέδου. Η πρόθεση του Ροστ ήταν να καταγράψει τις φρικαλεότητες που διαδραματίζονταν καθημερινά μέσα σε αυτό το κολαστήριο των Ναζί. Ήθελε επίσης ν’ αποτελέσει αυτό του το ημερολόγιο ένα φόρο τιμής σε όσους δεν κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από κει μέσα.

Θα μου πείτε, κι άλλοι έγραφαν ημερολόγια, και στο Νταχάου και σε όλα τα στρατόπεδα, επομένως τι το ξεχωριστό έχει αυτό το ημερολόγιο; Κατ’ αρχάς, είναι γραμμένο από έναν συνάδελφό μας, αλλά το βασικότερο αντικειμενικό στοιχείο που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ημερολόγια είναι ο τρόπος γραφής του. Όντας μεταφραστής λογοτεχνίας, ο Ροστ καταγράφει τα τεκταινόμενα στο στρατόπεδο με συνεχείς αναφορές σε λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος. Και μάλιστα οι αναφορές αυτές αφορούν στη γερμανική λογοτεχνία, την οποία εξακολουθεί να θεωρεί κορυφαία. Με αυτό τον τρόπο, ο Ροστ θέλει να καταδείξει πώς ένας λαός μπορεί να δημιουργήσει κάτι φρικτό, αλλά και πώς ο ίδιος λαός μπορεί να δημιουργήσει κάτι πανέμορφο. Οι φρικαλεότητες του Νταχάου λοιπόν εναντίον της υψηλής γερμανικής διανόησης. Ή αλλιώς, πώς ένας άνθρωπος μέσα σ’ ένα εργοστάσιο θανάτου χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία για να ξεφεύγει από την πραγματικότητα. Ίσως αναρωτιέστε, σε αυτό το σημείο, γιατί έβαλε τον Γκαίτε στον τίτλο του. Ίσως και όχι, καθώς ο Γκαίτε είναι αναμφισβήτητα κορυφαία μορφή της γερμανικής λογοτεχνίας. Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση γι’ αυτό.

20 Ιουνίου 1944: ο Ροστ καταγράφει στο ημερολόγιό του τη μεταφορά δεκάδων πτωμάτων από τα ανατολικά. Στην αμέσως επόμενη παράγραφο αναλύει μια μονογραφία του Χέγκελ, και αυτή η αντιπαράθεση του φρικτού με την πνευματική ανωτερότητα χαρακτηρίζει ολόκληρο το ημερολόγιο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Γκαίτε, και γενικότερα η λογοτεχνία του επονομαζόμενου Goethezeit (εποχή του Γκαίτε), αποτελεί για τον Ροστ το κατεξοχήν πολιτιστικό και ηθικό σημείο αναφοράς έναντι του οποίου μπορούν να κριθούν οι ανθρώπινες πράξεις.

Και όλα αυτά τα συζητά πολλές φορές με άλλους διανοούμενους που είναι κρατούμενοι στο Νταχάου, όπως ο Ράινχαρντ. Αναφέρομαι στον Εμίλ Άλφονς Ράινχαρντ και όχι στον Χάιντριχ Ράινχαρντ που ήταν ο διοικητής του Νταχάου. Τι τραγική ειρωνεία! Αλλά συνάμα, πόσο δίκιο είχε ο Ροστ ότι ο ίδιος λαός είναι ικανός και για το μεγάλο κακό αλλά και για το μεγάλο καλό. Όταν μάλιστα πεθαίνει ο Ράινχαρντ, ο Ροστ βρίσκει μια ανθολογία του Ρίλκε που του είχε δανείσει, και του τραβά την προσοχή μια φράση του Ρϊλκε: «Όλοι πεθαίνουμε τον δικό μας θάνατο» («Wir alle sterben unseren eigenen Tod»). Και καταγράφει στο ημερολόγιό του πώς, την ώρα που τα μάτια του άψυχου κορμιού του Ράινχαρντ είχαν στυλωθεί επάνω του ανάμεσα στα υπόλοιπα γυμνά πτώματα, εκείνος αναρωτιόταν αν ο Ράινχαρντ είχε αρχίσει να νιώθει τα φτερά του θανάτου επάνω του πριν οδηγηθεί στο τέλος του.

Ο Νίκο Ροστ όμως προχώρησε και πέρα από την ίσως πιο εσωτερική ενασχόληση της συγγραφής του ημερολογίου, οργανώνοντας μια αναγνωστική λέσχη μέσα στο Νταχάου. Και γεννάται το ερώτημα: πού τα έβρισκε τα βιβλία; Στο στρατόπεδο υπήρχε βιβλιοθήκη, αλλά φυσικά μόνο για τους Γερμανούς. Αυτή η βιβλιοθήκη ήταν αξιολογότατη, σύμφωνα με μαρτυρίες, κυρίως σε ό,τι αφορούσε στην κλασσική λογοτεχνία. Τραγική ειρωνεία ήταν ότι είχε δημιουργηθεί από τα βιβλία που είχαν κατασχέσει από τους κρατούμενους, ή από εκείνα που τους έστελναν οι οικογένειές τους, πιστεύοντας ότι θα φτάσουν στα χέρια τους. Να όμως που ο Ροστ φρόντισε κάποια από αυτά όντως να φτάσουν στα χέρια τους. Πώς; Ένας φίλος του που ήταν κάπο, τους έφερνε κρυφά βιβλία από αυτή τη βιβλιοθήκη. Κι όταν όμως δεν είχαν βιβλία, τα μέλη αυτής της ιδιότυπης αναγνωστικής λέσχης συζητούσαν βιβλία που είχαν διαβάσει πριν οδηγηθούν στο Νταχάου. Θυμούνταν διάφορες φράσεις που τους είχαν εντυπωσιάσει, ο καθένας μιλούσε για τη λογοτεχνία της χώρας του, και κάπως έτσι, μέσα στους άθλιους κοιτώνες τους, μ’ ένα τσιλιαδόρο να παραφυλά μην τους πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί, οι άνθρωποι αυτοί έκλειναν τα μάτια στο απαίσιο για να ξαναδούν, έστω και για λίγο, το όμορφο.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στην 1η Απριλίου 1945, και στη φράση του τίτλου αυτού του άρθρου, όπου ο Ροστ συνεχίζει να αντιπαρατάσσει τη λογοτεχνία στη φρικαλεότητα, όταν φοβάται ότι θα πεθάνει από τύφο και θυμάται τα λόγια του Κουρτ Τουχόλσκυ: «Πραγματικά θα μου λείψω πολύ!» και συνεχίζει: «Λογοτεχνία έναντι θανάτου; Και γιατί όχι;».

Πηγές:

Ceuppens, Jan (2020) Rückübersetzung: The Fates of Nico Rost’s Diary Goethe in Dachau, Dutch Crossing, 44:2, 165-180, DOI: 10.1080/03096564.2020.1747007

Ferrer, Anacleto (2016) La pregunta adecuada, Laocoonte. revista de estética y teoría de las artes, Vol. 3, Nº 3, ISSN 2386-8449, DOI 10.7203/LAOCOONTE.3.3.9372 • PP 231-233 • https://ojs.uv.es/index.php/LAOCOONTE/article/view/9372


Σχετικά με τη συντάκτρια:

Η Πέπη Φρυτζαλά σπούδασε μετάφραση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, καθώς και Μάρκετινγκ στο Deree, και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη διδασκαλία των αγγλικών από το Πανεπιστήμιο του Birmingham. Εργάζεται ως μεταφράστρια και καθηγήτρια αγγλικών και γαλλικών από το 1995 και πρόσφατα ξεκίνησε να διδάσκει μετάφραση στο Κέντρο Εκπαίδευσης Μεταφραστών meta|φραση. Μπορείτε να δείτε περισσότερες λεπτομέρειες για την Πέπη στην ιστοσελίδα της https://frytzala.wixsite.com/translations και στη σελίδα της στο LinkedIn www.linkedin.com/in/pepy-frytzala-41059a1a2.