Παναγιώτης Κλίνης: «Τώρα εξαργυρώνω τα χρόνια των μεταφραστικών σπουδών μου»
Παναγιώτης Κλίνης: Μεταφραστής – Ηθοποιός – Σκηνοθέτης
Συνέντευξη στην Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη.
Παναγιώτη, αποφοιτείς από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Και μετά;
Ναι, μπήκα το 1987. Ήταν η δεύτερη χρονιά λειτουργίας του Ιονίου, ως ΑΕΙ τότε. Φεύγω από Κρήτη, πάω Κέρκυρα 18 χρονών και τελείωσα το 1995. Το έκανα λίγο παραπάνω γιατί περνούσα καλά στην Κέρκυρα.
Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες! Εξάμηνο εξωτερικού πήγες;
Ναι, φυσικά. Επέλεξα γαλλόφωνη περιοχή για το εξάμηνο εξωτερικού. Πήγα στη Mons, στο Βέλγιο. Φοίτησα ένα εξάμηνο εκεί και έκανα την εργασία μου.
Τι θέμα είχε η εργασία σου;
Μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια του «Τάλγκο» του Βασίλη του Αλεξάκη. Ήταν αγαπημένο μου έργο.
Προς τα Γαλλικά;
Προς τα Γαλλικά. Έκανα αυτό το εγχείρημα.
Πολύ ενδιαφέρον. Και έρχεται η στιγμή που παίρνεις το πτυχίο του Ιονίου.
Παίρνω το πτυχίο, μετά πάω στρατό και αρχίζω και δουλεύω ως μεταφραστής σε μεταφραστικά γραφεία, σε ένα βιβλιοπωλείο, δούλεψα και σε μπαρ ταυτόχρονα, για τα προς το ζην. Και έβλεπα και πολύ θέατρο. Πολύ. Επειδή στη Κρήτη το είχα στερηθεί αυτό. Μέχρι τα 18 δεν είχαμε θέατρο κάτω.
Το ίδιο και στην Κέρκυρα μάλλον στη συνέχεια, ε;
Και στην Κέρκυρα, ναι. Έβλεπα πάρα πολύ θέατρο, μου άρεσε. Και κάποια στιγμή άρχισα να έχω κάποια συμπτώματα… παράξενα. Δεν μπορούσα πια να βλέπω θέατρο. Μου προκαλούσε κάτι πολύ έντονο. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι δεν άντεχα να βλέπω παραστάσεις, γιατί ήθελα να είμαι κι εγώ εκεί πάνω. Δηλαδή, στο τέλος έλεγα: γιατί δεν είμαι εγώ αυτός που τραβάει την αυλαία; Έστω αυτό. Και κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω κάτι δραστικό. Πήρα την απόφαση, κρυφά στην αρχή, δεν το είχα πει σε κανέναν, κι έδωσα μόνος μου εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Ό,τι έκανα μόνος μου. Απέτυχα την πρώτη χρονιά (γέλια). Τη δεύτερη, πήγα στο προπαρασκευαστικό της Σχολής Βεάκη. Έκανα ενάμιση μήνα το καλοκαίρι και μπήκα. Πέρασα στο Υπουργείο Πολιτισμού και στη Βεάκη. Τριάντα χρονών. Και μάλιστα είχα και φόβους και αμφιβολίες. Έλεγα, εμένα τώρα, τριάντα χρονών, θα με περάσουν; Πέρασα τελικά με πολύ μεγάλη χαρά και έκτοτε η μετάφραση πήγε πίσω. Σκέψου ότι πέταξα και το κομπιούτερ! Ήταν προβληματικό, είχε χαλάσει λίγο και αντί να το φτιάξω το πέταξα.
Και δεν το αντικατέστησες ποτέ;
Δεν το αντικατέστησα ποτέ. Δεν έχω κομπιούτερ.
Μου φαίνεται αδιανόητο.
Κι όμως. Είμαι παλαιάς κοπής, ναι.
Και ερχόμαστε στο 2015, όπου, πριν από δύο εβδομάδες περίπου, ανέβηκε για πρώτη φορά «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, σε δική σου μετάφραση, ενώ παράλληλα σκηνοθετείς και πρωταγωνιστείς. Θέλεις να μας πεις πώς προέκυψε αυτό; Αφενός η επιλογή του έργου και αφετέρου τι ήταν εκείνο που σε έκανε να πιάσεις χαρτί και μολύβι (!) ξανά από την αρχή, για να μεταφράσεις μετά από τόσα χρόνια.
Όπως σου είπα και πριν, με το που μπήκα στον χώρο του θεάτρου η μετάφραση πήγε πίσω. Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα ξαναέκανα μετάφραση ήταν εάν μετέφραζα κάτι για το θέατρο. Πρώτη φορά έγινε πριν από δύο χρόνια, όταν μετέφρασα το «Ένας άνθρωπος που φύτευε δέντρα». Είναι ένα αφήγημα του Jean Giono, ένα πολύ ωραίο έργο για μια παράσταση για παιδιά, στην οποία έπαιζα και ανέβηκε στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Η σκηνοθεσία ήταν του Μιχάλη του Κοιλάκου, φίλου και συναδέλφου τον οποίο τώρα σκηνοθετώ εγώ και κάνει τον Φιλέντ τον φίλο του Αλσέστ, στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου. Με πολύ μεγάλη χαρά το έκανα. Η μετάφραση και η γλώσσα γενικότερα είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Απλώς, θέλω πάντα να γίνεται όταν υπάρχει ένα πλαίσιο και ένα περιβάλλον που με ενδιαφέρει. Και όχι γενικά να κάνω τεχνικές, οικονομικές μεταφράσεις, απρόσωπα για μεταφραστικά γραφεία. Ο «Μισάνθρωπος» λοιπόν προέκυψε πριν από ένα χρόνο. Η Ειρήνη η Αναγνωστοπούλου, φίλη και συνάδελφος που τελειώσαμε μαζί τη Βεάκη, η οποία παίζει και τη Σελιμέν, τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο Αλσέστ, πριν από ένα χρόνο με παίρνει τηλέφωνο και μου προτείνει να συμμετάσχουμε στο φεστιβάλ που διοργανώνει το Beton7 . Το Beton7 είναι το θέατρο όπου παίζεται τώρα η παράσταση και κάθε χρόνο διοργανώνει ένα φεστιβάλ με συγκεκριμένη θεματική. Η θεματική για φέτος ήταν Ρακίνας και Μολιέρος και τέσσερα έργα του κάθε συγγραφέα, από τα οποία μπορούσες να επιλέξεις ένα και να κάνεις μια παράσταση. Η ίδια λοιπόν μου πρότεινε τον «Μισάνθρωπο» συγκεκριμένα. Ομολογώ ότι απ’ τη Σχολή είχα να θυμηθώ αυτό το έργο. Το διαβάζω λοιπόν και τρελάθηκα. Συνειδητοποίησα πόσο με ενδιαφέρει. Το έργο γράφτηκε το 1666 και είναι τόσο σημερινό. Επίσης είδα ότι με ενδιέφερε προσωπικά. Αυτά τα λόγια του Μολιέρου του 1666 σαν να ήθελα να τα πω εγώ σήμερα. Βρήκα και κάποια συγγένεια με αυτόν τον ήρωα. Ήμουν κι εγώ σε μια φάση «μισανθρωπίας», εντός και εκτός εισαγωγικών. Σε μια φάση στη ζωή μου που ήθελα να πάρω τα βουνά κατά κάποιο τρόπο, όχι μόνο εγώ, και αρκετοί μαζί με μένα.
Δεν είσαι ο μόνος, αυτό είναι αλήθεια. Πες μας λίγο τώρα τη διαδικασία. Εγώ είμαι εκτός του θεατρικού χώρου και δεν ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα. Βρίσκεις, δηλαδή, εσύ ένα έργο που σε ενδιαφέρει, τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια μετάφραση που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες παραστάσεις; Ζητάς τα δικαιώματα;
Από τη στιγμή που βρήκα ένα έργο το οποίο με ενδιέφερε θεματικά, το επόμενο στάδιο ήταν να μεταφραστεί. Δικαιώματα συγγραφικά δεν υπάρχουν γιατί ο Μολιέρος έχει φύγει από τη ζωή αρκετά χρόνια. Σαφώς πάντα πρέπει να παίρνεις την άδεια και του μεταφραστή. Να πω καταρχάς ότι το πρωτότυπο έργο είναι όλο γραμμένο σε έμμετρο λόγο, με ρίμα. Είναι ομοιοκατάληκτο όλο, δηλαδή, ένα μεγάλο ποίημα. Για κάποιο λόγο, ήθελα να το μεταφράσω έτσι, έμμετρα. Και ήταν και ένα προσωπικό στοίχημα τόσο μεταφραστικό όσο και υποκριτικό. Πώς θα δουλευόταν, πώς θα μιληθεί αυτός ο έμμετρος λόγος. Η μόνη έμμετρη απόδοση που βρήκα στα ελληνικά ήταν της Χρύσας της Προκοπάκη. Ήταν η μετάφραση της παράστασης του Λευτέρη Βογιατζή, την οποία δυστυχώς δεν είχα δει τότε. Η Χρύσα έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Αφού πήρα λοιπόν όλες τις μεταφράσεις, με τις μορφές που είχα στο μυαλό μου εγώ για τη συγκεκριμένη παράσταση, δεν μου έκανε καμία μετάφραση. Η μόνη που μου έκανε ήταν της κυρίας Προκοπάκη. Την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα την άδεια να πάρουμε τη μετάφρασή της. Όμως, όπως μου είπε, ετοιμαζόταν ακόμη ένα project για τον «Μισάνθρωπο» φέτος στην Αθήνα, κι έτσι δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη μετάφρασή της. Οπότε αναγκαστικά, εφόσον μου είπε ότι υπάρχει δυσκολία, αφού κλείσαμε το τηλέφωνο έπρεπε να δω τι θα κάνω. Αποφάσισα λοιπόν χωρίς πολλή σκέψη και κάπως αυθόρμητα, να κάνω εγώ τη μετάφραση. Όταν πήρα αυτή την απόφαση δεν είχα συνειδητοποιήσει ούτε τη δυσκολία ούτε όλο το ταξίδι, το μεταφραστικό καταρχάς, που είχα να κάνω. Και καλύτερα! Γιατί αν το είχα συνειδητοποιήσει μπορεί και να μην το έκανα ποτέ. Όταν ξεκινάς να κάνεις κάτι άφοβα, με όλες τις δυσκολίες που συναντάς καθοδόν, τελικά τα καταφέρνεις.
Και ξεκινάει έτσι το ταξίδι. Το καλοκαίρι το έργο υπέστη δραματουργική επεξεργασία από μένα και την Ειρήνη την Αναγνωστοπούλου. Κι αυτό γιατί η παράσταση έπρεπε να έχει συγκεκριμένη διάρκεια: μία ώρα και δέκα λεπτά. Εμείς το κάναμε μία ώρα και είκοσι, τελικά. Για τις ανάγκες του φεστιβάλ δεν μπορούσε να είναι τρίωρο. Το έργο αν παιζόταν ολόκληρο θα διαρκούσε τρεις ώρες.
Άρα, μαζί με την Ειρήνη Αναγνωστοπούλου κάνατε τη διασκευή και η μετάφραση είναι δική σου.
Ναι. Αυτό που φροντίσαμε είναι το έργο να μην χάσει καθόλου απ’ την υπόθεση και να κόψουμε πράγματα τα οποία επαναλαμβάνονταν, πράγματα τα οποία εάν τα αφαιρούσαμε, δεν θα αφαιρούσαν από την υπόθεση του έργου. Γίνεται λοιπόν αυτό και στη συνέχεια αρχίζει, το φθινόπωρο προς χειμώνα, το μεταφραστικό μου ταξίδι στο επεξεργασμένο έργο, στη διασκευή, το οποίο κράτησε δύο μήνες.
Δουλεύεις με βάση κάποια από τις προηγούμενες μεταφράσεις ή έχεις πάρει το γαλλικό πρωτότυπο και δουλεύεις με αυτό;
Έχω πάρει το γαλλικό πρωτότυπο και όλες τις μεταφράσεις. Όλες. Για να βοηθηθώ.
Η διασκευή έγινε κι εκείνη πάνω στο γαλλικό κείμενο;
Στο γαλλικό και με βάση τη δική μας και τη δική μου μορφή για το έργο και την παράσταση. Εδώ έχω να πω ότι ο σκηνοθέτης, επειδή έχει στο μυαλό του μία μορφή της παράστασης που θέλει να κάνει, είναι πολύ καλό να κάνει και τη μετάφραση. Γιατί ξέρει τι θέλει, ξέρει πού θέλει να το πάει, οπότε για μένα ίσως είναι ιδανικό ο σκηνοθέτης να κάνει και τη μετάφραση του έργου. Έχω πάρει λοιπόν όλες τις μεταφράσεις, και της Προκοπάκη, η οποία είναι ο μπούσουλάς μου, με την έννοια ότι είναι η μόνη που είναι έμμετρη. Η δυσκολία τώρα ποια είναι; Εγώ πρέπει να κάνω μία μετάφραση ξανά απ’ την αρχή, σε έμμετρο λόγο, με ρίμα, ομοιοκατάληκτη, που να μην είναι ίδια με της Χρύσας της Προκοπάκη, η οποία έχει κάνει μία εξαιρετική δουλειά. Άρα εγώ πρέπει να κάνω μια μετάφραση καινούργια, να διαφέρει απ’ της Χρύσας, όχι έτσι, γενικά, αλλά για κάποιο λόγο. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να «φρεσκάρω» λίγο τη μετάφραση. Επίσης όταν μιλάμε για ομοιοκατάληκτο λόγο, είναι δύσκολο να διαφέρει πολύ, γιατί είναι πολύ δύσκολο να ξαναπείς τα ίδια λόγια με άλλες ρίμες.
Πότε έκανε τη μετάφραση η Προκοπάκη. Θυμάσαι περίπου;
Νομίζω τη δεκαετία του ’90.
Δεν είναι πολύ μακριά. Αλλά, και πέρσι να την έκανε, το ύφος από τον ένα μεταφραστή στον άλλο πάντα διαφέρει.
Σίγουρα παίζει ρόλο το ύφος. Προσπάθησα να είναι λίγο πιο σημερινή η μετάφραση. Δεν θέλω να πω σύγχρονη, καλύτερα να πω άχρονη. Οι σύγχρονοι μεταφραστές τείνουν να αντικαταστήσουν τον όρο «σύγχρονο» με τον όρο «άχρονο». Κάτι που να μην θυμίζει τίποτα. Και η παράσταση ήθελα να είναι κάπως έτσι. Κάτι που να μπορεί να σταθεί μεταξύ Σελήνης και Γης, στο διάστημα.
Να λειτουργεί ανεξάρτητα από οποιονδήποτε παράγοντα χωροχρονικό.
Ναι. Να μην έχει ιδιώματα πολλά. Ας πούμε μία φράση: «Μα ως έμαθα εδώ πως είσαστε, πριν φύγω, ανέβηκα». Αυτό το «μα ως» εγώ το έκανα «μόλις».
Ταυτόχρονα ήθελα να δώσω μία ποιητική χροιά. Ούτως ή άλλως το έργο, αφού είναι ομοιοκατάληκτο είναι ποίημα. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι απαραίτητα γεμάτος «τζιριτζάντζουλες». Είναι αφαιρετικός. Ας πούμε ένα παράδειγμα:
«Αν στις καρδιές μας, άσβηστη, η ίδια φλόγα ανάβει,
τι νοιάζεστε; Μη χάσετε του κόσμου το καράβι;».
Ή «Στον κήπο σας παντοτινή αγάπη έχω φυτέψει». Αντί δηλαδή να βάλω τη Σελιμέν να μου λέει «αφού σας αγαπάω», την έβαλα να λέει «στον κήπο σας παντοτινή αγάπη έχω φυτέψει». Θέλω να πω εδώ, ότι οι καταβολές μου, η κρητική μου καταγωγή, με βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό. Στην Κρήτη έχουμε τις μαντινάδες, όπως ξέρετε. Επίσης, το γεγονός ότι η Χρύσα επέλεξε να αποδώσει το έμμετρο κείμενο σε δεκαπεντασύλλαβο, που είναι ο πιο κοντινός μας και οικείος στα ελληνικά, δηλαδή: «Αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι» είναι κάτι πολύ γνώριμο σε μας όπως και οι μαντινάδες. «Δεν θέλω απ’ την αγάπη σου άλλος κανείς να πάρει. Ούτε στον ίδιο το Θεό δεν κάνω τέτοια χάρη». Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί μεγάλωσα με τις μαντινάδες. Θεωρώ ότι είναι φοβερά ποιήματα και μπορείς να τα πεις όλα σε δυο αράδες. Επίσης μια καλή αίσθηση ρυθμού, που νομίζω ότι έχω, με βοήθησε πολύ, όπως και οι γνώσεις στη μετάφραση -τώρα εξαργυρώνω τα χρόνια σπουδής. Τότε δεν ήμουν έτοιμος, εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Και νομίζω πως ό,τι έμαθα τότε, τώρα το εξαργυρώνω και τώρα μπορώ να το κάνω πράξη.
Νομίζω ότι η Τσούτσουρα (καθηγήτριά μας στο Ιόνιο στη λογοτεχνική μετάφραση, γαλλικά-ελληνικά και ελληνικά-γαλλικά) θα ήταν πολύ περήφανη για σένα.
Αυτό σκέφθηκα, τη Μαρία την Τσούτσουρα που τότε αυτά που έλεγε δεν μπορούσα να τα καταλάβω ακριβώς. Μόνο τώρα, εκ των υστέρων. Θυμάμαι όταν χρησιμοποιήσαμε τη λέξη «αράδα» αντί για «γραμμή» στη μετάφραση, μάς είπε «Παιδιά, σας προτείνω να μην τη χρησιμοποιήσετε». Ρωτήσαμε γιατί και μας απάντησε: «Γιατί η λέξη “αράδα” μου θυμίζει τη “φοράδα”» (γέλια). Επίσης το να μην χρησιμοποιείς τα στερεότυπα και να πηγαίνεις κόντρα στο κλισέ. Μας είχε πει, αν κάποια στιγμή υπάρχει η έκφραση «απ’ την κορφή ως τα νύχια», αντιστρέψτε την και βάλτε «από τα νύχια ως την κορφή». Και αυτό το βρήκα μπροστά μου. Λέει ας πούμε κάποια στιγμή ο Φιλέντ, ο φίλος μου, «μη με κρεμάς» κανονικά θα ήταν «για ψύλλου πήδημα» και άλλαξα γνώμη και το έκανα «για πήδημα ψύλλου». Οπότε ναι, στην Μαρία την Τσούτσουρα εκ των υστέρων, και στη Μαρία, χρωστάω πολλά.
[Σημείωση: Στο σημείο αυτό, διακόψαμε τη συνέντευξη και, μετά από σύντομη έρευνα, ο Παναγιώτης, φανερά συγκινημένος, βρήκε στο τηλέφωνο την Μαρία Τσούτσουρα, με την οποία είχε να μιλήσει από την παρουσίαση της πτυχιακής του εργασίας λίγο πριν αποφοιτήσει από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, και την κάλεσε στην παράσταση!]
Πες μας πότε ξεκίνησες τη μετάφραση και πόσο χρόνο σου πήρε, πώς δούλεψες;
Ξεκίνησα το φθινόπωρο, γύρω στον Νοέμβρη, και μου πήρε δύο μήνες, αλλά όχι ανελλιπώς, όχι καθημερινά γιατί ταυτόχρονα έπαιζα σε άλλη παράσταση. Ξεκινάω λοιπόν τη μετάφραση και, ενώ ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και μου άρεσε, απ’ την άλλη ήταν πολύ δύσκολη. Το να μεταφράζεις ούτως ή άλλως είναι δύσκολο, πόσο μάλλον σε ομοιοκατάληκτο έμμετρο λόγο και πόσο μάλλον όταν κάποιος άλλος έχει κάνει ήδη πολύ καλή δουλειά πάνω σε αυτό. Σου ομολογώ, ότι κάποιες φορές έκανα δύο στίχους, μετά πήγαινα στον καναπέ καθόμουν, σε απόγνωση, μάλλον ξάπλωνα, δεν καθόμουν, και αναρωτιόμουν γιατί ανέλαβα αυτό το πράγμα. Φοβόμουν ότι δεν θα το κατάφερνα ποτέ. Για κάποιο λόγο, συνέχιζα. Αυτό, καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Κάποιες φορές, σε κάποια σημεία έρεε ο λόγος και έβγαινε. Σε κάποια άλλα, ορθωνόταν μπροστά μου ένας μαύρος βράχος απροσπέλαστος και έλεγα τώρα δεν θα βγω ποτέ από αυτό το πράγμα. Πολλές φορές, όταν έψαχνα μια λέξη συγκεκριμένα, μου ερχόταν η κατάλληλη ιδέα σε ανύποπτο χρόνο, στον ύπνο μου, όσο στερεότυπο κι αν ακούγεται αυτό, κι όμως, ή στο μηχανάκι, όπου σταματούσα και έγραφα για να μην μου φύγει. Έκανα τον πρώτο στίχο, για παράδειγμα: «Αν στις καρδιές μας άσβηστη η ίδια φλόγα ανάβει». Ο επόμενος στίχος έπρεπε να τελειώσει σε –άβι. Την αλφαβήτα την είπα ένα εκατομμύριο φορές καθόλη τη διάρκεια: -βάβι, -γάβι, -δάβι, -κάδι, λάδι. Πώς μπορεί μια φράση να καταλήξει σε «λάδι»; Πάμε πάλι -μάδι «στριμάδι». Όχι, δεν ταιριάζει (γέλια), -φάδι «υφάδι». Δεν μ’ αρέσει, -ράβι, «καράβι». Εδώ είμαστε! «Τι νοιάζεστε, μη χάσετε του κόσμου το καράβι;» Πανηγύριζα! Έπρεπε όμως όχι μόνον να κάνεις τη ρίμα, αλλά να βγαίνει ακριβώς και το νόημα που θέλει να πει ο Μολιέρος. Έτσι λοιπόν πήγε όλο το πράγμα. Πολλές φορές με βοηθούσε να μεταφράσω πρώτα τον επόμενο στίχο, δηλαδή το δεύτερο της ομοιοκαταληξίας και μετά τον πρώτο. Ούτως ή άλλως, η μετάφραση, όπως ξέρεις και συ γιατί μεταφράστρια είσαι, είναι σαν να μπαίνεις σε ένα πηγάδι, στο τάρταρο και μετά σιγά σιγά να βγαίνεις. Πολύ ωραίο όμως. Εκ των υστέρων. Όταν έρεε το πράγμα και έπαιρνα την Ειρήνη τηλέφωνο να της πω κάποιες σελίδες που τις έκανα στο χέρι, με μολύβι και χαρτί, όταν άκουγα θετική ανταπόκριση από εκείνη, αναθάρρευα. Τελειώνω τη μετάφραση και την ξανακοιτάζω, χωρίς βέβαια να έχω τον χρόνο για αυτό που λένε: «η μετάφραση θέλει συρτάρι». Δεν είχα χρόνο γι’ αυτό το συρτάρι. Ο χρόνος των προβών λειτούργησε έτσι. Δηλαδή στις πρόβες διαμόρφωσα την τελική μορφή της μετάφρασης.
Είσαι ηθοποιός, είσαι σκηνοθέτης είσαι και μεταφραστής. Φαντάζομαι ότι κάθε στίχο που έγραφες τον διάβαζες φωναχτά να τον ακούς, για να δεις πως λειτουργεί.
Πάρα πολλές φορές. Για μένα οι πρόβες ξεκίνησαν από τη διαδικασία της μετάφρασης.
Και στις πρόβες μετά κάνατε πάλι αλλαγές, αν κάτι δεν έστρωνε;
Βεβαίως. Γιατί εκεί που μιλιέται το κείμενο, βλέπεις ότι πρέπει κάποια σημεία να αλλάξουν. Άκουγα τους συνεργάτες μου, και τους ηθοποιούς και τη βοηθό μου, τη Μαρία τη Χανδρά, εξαιρετική βοηθός, σκηνοθέτης, άκουγα πώς κολλάνε τα λόγια στο στόμα του κάθε ηθοποιού, γιατί κι αυτό έχει σημασία. Δηλαδή, εγώ είχα γράψει τη μετάφραση, η οποία όμως έπρεπε να μιληθεί από συγκεκριμένους ανθρώπους. Και αυτό έπαιξε ρόλο στο να διαμορφώσω τελικά κάποια πράγματα. Κάτι άλλο, που έχει να κάνει περισσότερο με τη δουλειά του σκηνοθέτη και του ηθοποιού, είναι ότι αυτό το κείμενο, που όλο έγινε ποίημα σε έμμετρο λόγο ομοιοκατάληκτο για την παράσταση, έπρεπε κατόπιν να σπάσει. Δεν ήταν σωστό ο λόγος να μιλιέται στην παράσταση και ο θεατής να ακούει ένα ποιηματάκι τύπου «Αρνάκι άσπρο και παχύ…». Στα ομοιοκατάληκτα κείμενα πρέπει να σπάει ο λόγος και γι’ αυτό υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές, ακόμη και να παίρνεις ανάσα όχι στο τέλος του στίχου αλλά στην πρώτη λέξη ή στη δεύτερη του επόμενου στίχου για να μη σου χτυπάει πάντα η ρίμα. Πρέπει να ξεκουράζει το αφτί και να ακούγεται φυσιολογικό, να νιώθεις ότι αυτοί οι άνθρωποι έτσι μιλάνε.
Αυτά είναι τα μυστικά του επαγγέλματος. Εάν δεν έχεις ασχοληθεί με τη μετάφραση θεατρικού λόγου και δη έμμετρου, δύσκολο να τα ξέρεις.
Στο θέατρο είναι ζητούμενο ο ηθοποιός να οικειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό το θεατρικό κείμενο, ώστε να γίνει δικό του και να είναι τελείως φυσικό. Ένας λόγος παραπάνω στο έμμετρο κείμενο. Πρέπει να το οικειοποιηθεί τελείως, δηλαδή να μιλάει ποίηση και να μιλά σαν να είναι οπουδήποτε, στο σπίτι του, στο καφέ, σαν να μιλάει κανονικά στη ζωή του.
Παναγιώτη, σε ευχαριστούμε πάρα πολύ και ευχόμαστε καλή επιτυχία στον «Μισάνθρωπο»!
Εγώ ευχαριστώ.
*Ευχαριστούμε τη συνάδελφο Βασιλική Ροδοπούλου για την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μολιέρος
BETON7: Πύδνας 7, Βοτανικός, Αθήνα (Στάση Μετρό ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ)
Πληροφορίες για την παράσταση και τους συντελεστές:
Τηλ: 210 7512625, www.beton7.com
Τετάρτη 20 και Τετάρτη 27 Μαΐου. Ώρα έναρξης: 20:00
Πέμπτη 21 και Πέμπτη 28 Μαΐου. Ώρα έναρξης: 22:00
Διάρκεια: 75′
Τιμή Εισιτηρίου: 10€ Κανονικό & 5€ Φοιτητικό, Μαθητικό, Ανέργων