Γλωσσολογία και μετάφραση: Η αναγκαιότητα υφολογικής προσέγγισης του πρωτοτύπου

της Όλγας Παπαδοπούλου

Ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται ως ο κόσμος της επικοινωνίας. Τα πάντα γύρω μας συνηγορούν στη διατήρηση και στη βελτίωση κάθε μορφής επικοινωνίας. Βασικό γνώρισμα της είναι η γλώσσα -ο έναρθρος λόγος-, προνόμιο των ανθρώπινων κοινωνιών. Μολονότι οι νέες τεχνολογίες, η διεύρυνση των συνόρων και η οικουμενοποίηση του κόσμου διευκολύνουν τη μεταξύ κοινωνιών επικοινωνία, υπάρχουν ακόμα πολλά διαγλωσσικά και πολιτισμικά ζητήματα και διαφορές που αποτελούν πρόσκομμα στη διαδικασία αυτή. Σε αυτά καλείται να δώσει λύση η επιστήμη της μετάφρασης.

Καταρχάς, να υπογραμμίσουμε πως η μετάφραση ως πρακτική και διαδικασία είναι παλαιότατη, αν και ευρέως αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε στη συνείδηση των περισσοτέρων ως επιστήμη τα τελευταία χρόνια. Πάμπολλα παραδείγματα μας αποδεικνύουν πως η μετάφραση, προφορική ή/και γραπτή, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εξέλιξης και πολιτισμού. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Michael Cronin «Μετάφραση και Παγκοσμιοποίηση»[1] από τον μεταφραστή του, «Σύμφωνα με τους Alvarez και Vidal, οι πρώτες επαφές μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών σηματοδότησαν την εμφάνιση μιας μορφής μεταφραστικής διαδικασίας»[2]. Οι μεταφράσεις των Λατίνων, όπως του Κικέρωνα (1ος αιώνας π.Χ) και του Οράτιου αλλά και του Αγίου Ιερώνυμου (4ος αιώνας μΧ), οι οποίοι μετέφρασαν κείμενα από τα ελληνικά, των Ιρλανδών ιεραποστόλων του 7ου αιώνα, που μεταφράζουν προς τα Λατινικά, και τα Ελληνικά κείμενα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και του Αγίου Παύλου, του βασιλιά Αλφρέδου του Μέγα (9ος αιώνας), ο οποίος υποστήριξε τη μετάφραση, αλλά και μετέφρασε πολλά κείμενα από τα λατινικά στην καθομιλουμένη αγγλική γλώσσα, οι μεταφράσεις της Βίβλου κατά τον 16ο αιώνα, οι μεταφράσεις του Sir William Jones κατά τον 18ο αιώνα[3] αλλά και οι σημερινές μεταφράσεις σύγχρονων και παλαιότερων κειμένων είναι ένα μόνο μικρό δείγμα της διαχρονικότητας της μετάφρασης, η οποία γεννήθηκε μαζί με την ανάγκη για επικοινωνία. Κάθε απόπειρα επικοινωνίας σηματοδοτεί και μια απόπειρα μετάφρασης.

Ο μεταφραστικός χώρος και όσοι εργάζονται σε αυτόν, που βάλλονται διαρκώς από ανακρίβειες, ελλιπείς πληροφορίες και κακόβουλες διαδόσεις, πολλές φορές καλούνται να δώσουν απαντήσεις: Σε τι συνίσταται η μετάφραση; Ποιος μπορεί να την κάνει; Είναι μια απλή μεταφορά λέξεων από τη μια γλώσσα στην άλλη, που μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον οποιονδήποτε με τη βοήθεια ενός λεξικού; Είναι νέα ή παλιά επιστήμη; Είναι πράγματι επιστήμη ή πρόκειται για ταλέντο, τέχνη και κεκτημένη τεχνική; Είναι μια διαδικασία πολιτικής συνείδησης και κόστους για όποιον την εξασκεί; Είναι απαραίτητη για την κοινωνία ή είναι αποκομμένη από αυτήν; Έχει κανόνες και περιορισμούς;

Ο πληρέστερος, ίσως, ορισμός δίνεται από τον Ρωσοαμερικανό δομιστή Roman Jacobson, ο οποίος υποστηρίζει ότι η μετάφραση ορίζεται ως η διαδικασία κατά την οποία ο μεταφραστής προσπαθεί να ανασυνθέσει, με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, ένα κείμενο από μια φυσική γλώσσα –γλώσσα πηγή– σε μια άλλη φυσική γλώσσα –γλώσσα στόχος. Ακριβέστερα, αυτός είναι ο ορισμός που δίνει στη διαγλωσσική μετάφραση ή αλλιώς μετάφραση καθεαυτή, η οποία αποτελεί τη μια από τις τρεις κατηγορίες μετάφρασης: 1)«ενδογλωσσική μετάφραση» ή «αναδιατύπωση», 2)«διαγλωσσική μετάφραση ή «μετάφραση καθεαυτή», και 3) «διασημειολογική μετάφραση» ή «μετάλλαξη»), έτσι όπως τις παρουσιάζει στη διατριβή του On the linguistic aspects of Translation[4].

Από τις απαρχές της μεταφραστικής διαδικασίας τέθηκαν ζητήματα που αφορούσαν στη μετάβαση από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο. Ένα από αυτά είναι το ζήτημα της «κατά λέξη» ή «ελεύθερης μετάφρασης», αλλά και ζητήματα που αφορούν στο ύφος, στη μορφή και στη σωστή μεταφορά των εννοιών και των ιδιαιτεροτήτων, όχι μόνο του εκάστοτε κειμένου-πηγή αλλά ολόκληρης της πολιτισμικής πραγματικότητας και κοσμοθεωρίας, του πολιτισμού και των συνηθειών, καθρέφτης των οποίων είναι η γλώσσα. Η διαδικασία της μετάφρασης περνά από το στάδιο της μεταφοράς της μορφής στο στάδιο της «μετάφρασης» των εννοιών. Πολλοί ήταν λοιπόν αυτοί -ανάμεσά τους ο Κικέρωνας και ο Άγιος Ιερώνυμος- που υποστήριξαν πως με την κατά λέξη (ή αν θέλεις αυτολεξεί) μετάφραση προκύπτει ένα κείμενο χωρίς συνοχή και συνέχεια, ασύνδετο, άκαμπτο και πολλές φορές μέχρι και ακατανόητο. Εξάλλου, στόχος του μεταφραστή δεν είναι η απόλυτη λεξιλογική αντιστοιχία του κειμένου-πηγή με το κείμενο-στόχο, αλλά η ουσιαστική απόδοση όλων των νοηματικών αποχρώσεων και του περιεχομένου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως θα αγνοήσει μορφολογικά το κείμενο πηγή. Ωστόσο, φανταστείτε πόσο ιλαρό θα είναι το αποτέλεσμα αν προσπαθήσει ο μεταφραστής να μεταφέρει αυτολεξεί και ατόφια τα πολιτισμικά στοιχεία μιας γλωσσικής κουλτούρας (π.χ. παροιμίες, ανέκδοτα ή ιδιωματικές εκφράσεις) στη δική του γλώσσα, χωρίς να μπει στη διαδικασία να προσεγγίσει την κουλτούρα στην οποία μεταφέρει το κείμενο και το κοινό στο οποίο απευθύνεται ή να βρει κάποιο σημασιολογικό αντίστοιχο σε αυτήν. Επιπλέον, η διαγλωσσική «λέξη προς λέξη» μετάφραση είναι σχεδόν αδύνατη σε περιπτώσεις γλωσσών (και κατ’ επέκταση πολιτισμών) που δεν έχουν καμία πολιτιστική ομοιότητα, αλλά και καμία γλωσσική ή συντακτική ταύτιση. (Ας μην ξεχνάμε το πιο απλό παράδειγμα, το οποίο μπορεί για μερικούς φαντάζει ακραίο, ότι υπάρχουν λαοί που δεν έχουν αντικρύσει ποτέ χιόνι και κατ’ επέκταση δεν έχουν εκφραστικό μέσο στη γλώσσα τους προκειμένου να το περιγράψουν. Σε αυτό το κοινό ο μεταφραστής καλείται να κάνει κάτι παραπάνω από απλή μεταφορά της λέξης από τη μια γλώσσα στην άλλη. Χρειάζεται να δημιουργήσει εικόνα –χρησιμοποιώντας όλα τα μεταφραστικά μέσα– για το τι είναι αυτό που στη γλώσσα-πηγή αναφέρεται ως χιόνι). Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε τον John Dryden[5], ο οποίος καταδίκασε την κατά λέξη μετάφραση ως «δουλική» και παρομοίωσε τον μεταφραστή που τη χρησιμοποιεί σαν κάποιον «που χορεύει πάνω σε ένα σχοινί με αλυσίδες στα πόδια». Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι λιγότερο δύσκολα στις περιπτώσεις όπου η δομή της μιας γλώσσας διαφέρει ελάχιστα από τη δομή της άλλης. Σύμφωνα με την Ελένη Σελλά[6]: «…ο μεταφραστής είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στις παρεμβολές όταν η δομή της μητρικής του γλώσσας αντιδιαστέλλεται ελάχιστα στη δομή της γλώσσας-στόχου». Κάτι τέτοιο σημαίνει πως «ελεύθερη μετάφραση» δεν σημαίνει αδιαφορία για τη δομή και τις νόρμες της γλώσσας-πηγής, ούτε, φυσικά, αλλοίωση του αρχικού νοήματος με μεταφραστικές προσθήκες. Τέλος, αξίζει μια ιστορική λεπτομέρεια προς επικύρωση όλων των παραπάνω. Κατά τον Μεσαίωνα, η ελεύθερη μετάφραση καταδικάστηκε και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον η «κατά λέξη». Κάτι τέτοιο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της σπουδαιότητας της μετάφρασης ως μέσο ελεύθερης διακίνησης ιδεών αλλά και της σπουδαιότητας της μεταφραστικής διαδικασίας μέσα στην κοινωνία. Η μετάφραση δεν είναι ούτε ήταν ποτέ πράξη απολιτική. Ήταν και θα είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την κίνηση και την εξέλιξη της κοινωνίας. Πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα αποδεικνύουν πως η μετάφραση έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να εξυπηρετήσει πολιτικά ή άλλα συμφέροντα και συγκεκριμένους σκοπούς (π.χ. περιπτώσεις αποικιοκρατίας). Η μετάφραση, λοιπόν, «δεν είναι μια απλή φιλολογική διαδικασία» που εξυπηρετεί γλωσσικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς και φυσικά δεν πρόκειται για μια επιστήμη που περιορίζεται σε συγκεκριμένο κλάδο ειδικοτήτων[7].

Και αφού η μετάφραση δεν είναι απλή «φιλολογική διαδικασία» κι ούτε απλή μεταφορά λέξεων, αντιγραφή δομών ή απλή νοηματική επεξήγηση αλλά μια ουσιαστική μεταφορά σε όλα τα επίπεδα από ένα γλωσσικό σύστημα (Γ.Π) σε ένα άλλο (Γ.Σ) και αφού η προσπάθεια του μεταφραστή είναι «πολυεπίπεδη, επίπονη και δημιουργική» (Γ.Μπαμπινιώτης.1994)[8], καταλήγουμε να ασπαστούμε την άποψη πως η μετάφραση «συνιστά ιδιαίτερη μορφή κάλυψης αναγκών, επιθυμιών, συμφερόντων και ενδιαφερόντων μέσω επικοινωνίας» (Wilss W. 1987, σ.43)[9].

stack-of-books-great-education

Ξεκινώντας, λοιπόν, από το γεγονός πως η μετάφραση, ως πολύπλοκη διαδικασία που είναι, απαιτεί την πλήρη κατανόηση του κειμένου-πηγή από τον μεταφραστή όχι μόνο σε γλωσσικό επίπεδο, θα ήταν χρήσιμο να σταθούμε στη σημασία που έχει τόσο για τη μεταφραστική διαδικασία όσο και για ένα καλό μεταφραστικό αποτέλεσμα η ορθή κατανόηση και η σωστή διαχείριση του κειμένου σε υφολογικό επίπεδο, αλλά και στις μεταφραστικές τεχνικές που έχει ο μεταφραστής στη διάθεσή του προκειμένου να πετύχει μια σωστή μεταφορά σε επίπεδο κώδικα. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει ξεκινήσουμε από τον ορισμό της υφολογίας και τη σχέση που θεωρούμε ότι έχει με τη μετάφραση.

Σύμφωνα με τις Ελένη Σελλά-Μάζη και Φρειδερίκη Μπατσαλιά, η υφολογία «ως επιμέρους τομέας της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας εξετάζει πλήθος ζητημάτων όπως μεμονωμένα υφολογικά στοιχεία, πχ μεταφορές, ή όπως το ύφος διάφορων ειδών κειμένων, π.χ. λογοτεχνικό ή ειδικό ύφος, διερευνά τη λειτουργικότητα του ύφους στο γραπτό λόγο, ιδίως στους τομείς της σύνταξης και της μορφολογίας, αλλά και στον τομέα της σημασιολογίας, ασχολείται επίσης και με υφολογικά φαινόμενα του προφορικού λόγου, όπως κυρίως του διαλόγου» (Diskurs)[10]. Από τον ορισμό και μόνο συμπεραίνουμε ότι η επιτυχημένη μεταφορά του ύφους του πρωτοτύπου στο μετάφρασμα εναπόκειται στη σωστή ή μη επιλογή που θα κάνει ο μεταφραστής. Οι επιλογές του μεταφραστή περιορίζονται και παράλληλα καθορίζονται από το ενδογλωσσικό και εξωγλωσσικό περιβάλλον, τόσο του πρωτοτύπου όσο και του μεταφράσματος (γλώσσα πηγή και γλώσσα στόχος, πολιτισμικές διαφορές, πολιτιστικό περιβάλλον, ήθος, έθιμα, συνήθειες κ.λπ.), από τον ρόλο που επιτελεί το κείμενο/μετάφρασμα, από το κοινό στο οποίο απευθύνεται, την περίοδο στην οποία αναφέρεται και στην οποία κυκλοφορεί, το γλωσσικό μητρώο της κουλτούρας από την οποία προέρχεται, τις τάσεις και τις επιταγές της αγοράς στην οποία θα κυκλοφορήσει κ.λπ. Σύμφωνα με τις Μπατσαλιά και Σελλά, ο ρόλος του μεταφραστή δεν είναι απλώς να αναγνωρίσει το ύφος του πρωτοτύπου και να το μεταφέρει «πιστά» στη γλώσσα–στόχο, ώστε να δημιουργήσει ένα κείμενο αντίστοιχου ύφους στην άλλη γλώσσα. Στόχος του είναι να κάνει εκείνες τις επιλογές που θα τον οδηγήσουν στη δημιουργία ενός κειμένου άρτιου, το οποίο θα έχει την ίδια επικοινωνιακή λειτουργία με το πρωτότυπο, καθώς το ύφος από μόνο του είναι φορέας εννοιών και πληροφοριών για τη σχέση μεταξύ ομιλητή και συνομιλητή, το θέμα του μηνύματος, τη στάση του ομιλητή και του συνομιλητή, τις συνθήκες και το μέσο επικοινωνίας. Έτσι, το ύφος από μόνο του αποτελεί μια μείζονα μεταφραστική δυσκολία και έχει βαρύνουσα σημασία στη μεταφραστική πράξη. Γι’ αυτό τον λόγο υπάρχουν υφολογικές συμβάσεις τις οποίες ο μεταφραστής πρέπει να σεβαστεί προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Πρέπει, λοιπόν, να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο γνωστικό και βιωματικό περιεχόμενο κάθε έννοιας, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το συνειρμικό περιεχόμενο, καθώς κάθε γλώσσα αντιλαμβάνεται και εκφράζει τον κόσμο διαφορετικά. Ακολούθως, είναι απαραίτητο να γίνει σεβαστός ο επικοινωνιακός σκοπός του εκάστοτε μηνύματος, ο λόγος δηλαδή για τον οποίο έχει συνταχθεί και λειτουργεί το κείμενο. Οι πραγματολογικές του επιλογές και οι μεταφραστικές του αναφορές θα πρέπει να εξυπηρετούν αυτό τον σκοπό. Τέλος, πρέπει να γίνει αντιληπτό πως οι μεταφραστικές μορφολογικές ή συντακτικές επιλογές είναι εκείνες που θα επιτύχουν ή όχι την απαιτούμενη υφολογική ισοδυναμία μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος.[11]. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ένα πρωτότυπο κείμενο, ο σκοπός και ο συγγραφέας του καθοδηγούν τον μεταφραστή σε λεξιλογικές, πραγματολογικές, γλωσσικές, σημασιολογικές επιλογές οι οποίες επηρεάζουν, αν όχι καθορίζουν, την πιστότητα του ύφους που θα έχει το μετάφρασμα, σύμφωνα πάντοτε με το μεταφερόμενο μήνυμα και το κοινό στο οποίο αυτό απευθύνεται. Συνειρμικά, λοιπόν, και πάλι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι κάθε φορά ο μεταφραστής χρησιμοποιεί κάποιες τεχνικές για να πετύχει το σκοπό του και να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Είτε από εμπειρία, είτε ακολουθώντας κάποια πεπατημένη τεχνική, είτε συνειδητά είτε αθέλητα, ο μεταφραστής χρησιμοποιεί ορισμένα «τεχνάσματα» για να αναδημιουργήσει το μεταφερόμενο μήνυμα και αυτό να φτάσει στον αποδέκτη έχοντας επιτύχει τον σκοπό επικοινωνίας του πομπού.

Και περνώντας από τη μετάφραση στους μεταφραστές, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στον Cronin[12], ο οποίος παρομοιάζει τον μεταφραστή με τον γαιοσκώληκα που ανανεώνει το έδαφος και μέσω των ενζυματικών εκκρίσεών του συντελεί στη διάσωση των απολιθωμάτων κα των θαμμένων αντικειμένων. Έτσι και ο μεταφραστής αναδιαμορφώνει την κουλτούρα στο πλαίσιο της οποίας δραστηριοποιείται, μέσω της παραγωγής νέων μεταφράσεων και νέων προσεγγίσεων παλαιότερων κειμένων και συντηρεί το παρελθόν δίνοντας στο αναγνωστικό κοινό κείμενα που δεν είναι προσβάσιμα για αυτό στην πρωτότυπη μορφή τους. Επίσης, και οι δυο δρουν στην αφάνεια, στο περιθώριο, στο σκοτάδι, υπό συνθήκες γενικής αδιαφορίας!!!

books

Παρά την παλαιότητα του επαγγέλματος του μεταφραστή, όπως αναφέρθηκε και ιστορικά παραπάνω, το ενδιαφέρον γλωσσολόγων και λοιπών επιστημόνων για τη θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος είναι σχετικά πρώιμο. Οι σχέσεις ανάμεσα στη γλωσσολογία και τη μετάφραση έχουν αποτελέσει σημείο τριβής μεταξύ μεταφραστών/μεταφρασιολόγων και γλωσσολόγων.

Μερίδα των τελευταίων υιοθετούν την άποψη ότι η μετάφραση είναι κλάδος της επιστήμης της γλωσσολογίας και άλλοι ότι αποτελεί αυτόνομη επιστήμη. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν γλωσσολόγοι, όπως ο Catford, ο οποίο υιοθετώντας τη γνώμη του Halliday[13] πως η «θεωρία της μετάφρασης είναι κατά βάση η θεωρία της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας» είναι ο πρώτος που προσέγγισε θεωρητικά τη μετάφραση. Με τη σειρά τους οι Vinay και Dabelnet υποστηρίζουν ότι «η μετάφραση είναι επιμέρους κλάδος της γλωσσολογίας»[14]. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της δεύτερης άποψης ξεχωρίζουν μεταφρασεολόγοι, φιλόλογοι και μεταφραστές λογοτεχνίας, όπως οι Cary και Μeschonnic, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η μετάφραση είναι μια sui generis διαδικασία και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Σύμφωνα με την Τσίγκου: Η διεπιστημονική προσέγγιση ενός και του αυτού αντικειμένου είναι, άλλωστε, όλο και πιο συχνό φαινόμενο στις μέρες μας, πόσο δε μάλλον όταν το αντικείμενο αυτό είναι η γλώσσα και, πιο συγκεκριμένα, το κείμενο… Δεν είναι λίγες οι φωνές που υπενθυμίζουν συχνά πόσο σημαντική είναι η προσφορά της γλωσσολογίας στη μετάφραση. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι ο Mounin, γάλλος γλωσσολόγος με θεωρητικό προβληματισμό για τη μετάφραση, υπογραμμίζει ότι:

«(… ) στη βάση κάθε μεταφραστικής διαδικασίας βρίσκονται μια σειρά από αναλύσεις και διεργασίες που άπτονται της γλωσσολογίας και ότι η επιστήμη της γλωσσολογίας, ορθά εφαρμοσμένη, μπορεί να προσφέρει [στη μετάφραση] πολύ περισσότερα από όσα μια οποιαδήποτε εμπειρική προσέγγιση».

Αντιστοίχως, όλο και πιο συχνές είναι οι φωνές που υπογραμμίζουν ότι η σχέση γλωσσολογίας και μετάφρασης είναι αμφίδρομη. Τούτο σημαίνει ότι από την πλευρά της η μετάφραση προσφέρει άφθονο υλικό στη γλωσσολογία για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την διατύπωση γλωσσικών παρατηρήσεων, κι αυτό μέσα, κυρίως, από τη μελέτη και παρατήρηση των παράλληλων κειμένων. Η Malmkjaer σκιαγραφεί εύστοχα αυτή τη σχέση όταν αναφέρει ότι:

«(…) τα κείμενα, συμπεριλαμβανομένων των μεταφράσεων, είναι για τη γλωσσολογία ό,τι οι πίνακες ζωγραφικής για μια μελέτη επάνω στο χρώμα και την προοπτική» .

Βέβαιο, για εμάς, είναι πως η μεταφραστική διαδικασία λειτουργεί σαν μανδύας, παίρνοντας το σχήμα του κορμιού που τυλίγει· του ανθρώπου, δηλαδή, που την εξασκεί και που, κάθε φορά, αναμετράται με τα διάφορα κείμενα και θεωρίες. Ωστόσο, το μεταφραστικό αποτέλεσμα αλλά και η ίδια η διαδικασία αξίζει να γίνονται αντικείμενο μελέτης διαφόρων επιστημονικών προσεγγίσεων, γεγονός που καθιστά τη μετάφραση μια πολυπολιτισμική, δημοκρατική διαδικασία και ένα ευρύ, επιστημονικό πεδίο έρευνας.

[1] Cronin, M «Μετάφραση και Παγκοσμιοποίηση», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2007 (πρόλογος, σχόλια, μετάφραση Παναγιώτης Κελάνδριας)

[2] Alvarez r./vidal C.A, Translation, Power, Subversion Multilingual Matters Ltd, Clevedon/Philadelphia/Adelaide 1996, σ.3

[3] Cronin, M «Μετάφραση και Παγκοσμιοποίηση», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2007(πρόλογος, σχόλια, μετάφραση Παναγιώτης Κελάνδριας) σελ.13

[4] Roman J., “On the linguistic aspects of Translation” (1959-2000) στο L.Venuti (επιμ.) 2000, σ.113-4

[5] Dryden J., (1680/1697/1992), “Metaphrase, paraphrase, and imitation”απόσπασμα από το “Preface to Ovid’s Epistles’(1680) και “Dedication of the Aeneis” (1697) στο R.Schulte και J.Biguenet (επιμ.) (1992) σελ.17-31

[6] Σελλά E., «Γλωσσολογία και Μετάφραση», Ανάτυπο από την επιστημονική επετηρίδα, Τόμος Ά, 1992

[7] Cronin, m., «Μετάφραση και Παγκοσμιοποίηση», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2007 (πρόλογος, σχόλια, μετάφραση Παναγιώτης Κελάνδριας) σελ. 18-20

[8] Μπατσαλιά φρ. και Σελλά-Μάζη Ε., «Γλωσσική Προσέγγιση στη Θεωρία και τα Διδακτική της Μετάφρασης», Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 1994

[9] Μπατσαλιά φρ. και Σελλά-Μάζη Ε., «Γλωσσική Προσέγγιση στη Θεωρία και τα Διδακτική της Μετάφρασης», Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 1994

[10] Μπατσαλιά φρ. και Σελλά-Μάζη Ε., «Γλωσσική Προσέγγιση στη Θεωρία και τα Διδακτική της Μετάφρασης», Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 1994, σελ. 177

[11] Μπατσαλιά φρ. και Σελλά-Μάζη Ε., «Γλωσσική Προσέγγιση στη Θεωρία και τα Διδακτική της Μετάφρασης», Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 1994, σελ. 178-180

[12] Cronin Μ., «Μετάφραση και Παγκοσμιοποίηση», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2007 (πρόλογος, σχόλια, μετάφραση Παναγιώτης Κελάνδριας) σελ. 19-21

[13] CATFORD J.C (1965), A Linhuistic Theory of Translation: An Essay in Applied Linguistics, Oxford: Oxford University Press, σ.19

[14] VINAY J.P et DABELNET J. ([1958] 1977), Stylistique comparée du français et de l`anglais. Methode de traduction, Paris, Didier, σ.25.

Η Όλγα Παπαδοπούλου σπούδασε μετάφραση στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Διερμηνείας Συνεδρίων από το Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και ολοκληρώνει το δεύτερο μεταπτυχιακό της (Master ΙΙ LLCER) στη Μετάφραση στο Πανεπιστήμιο Paul Valery III του Μονπελιέ. Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών της σπουδών παρακολούθησε, για τρεις μήνες, μαθήματα ιταλικής γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Σιένα. Από το 2013 έχει εκπαιδευτεί στη χρήση της ελληνικής νοηματικής. Εργάζεται επαγγελματικά στον τομέα της Μετάφρασης από το 2012, συνεργαζόμενη με ιδιώτες, ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, μεταφραστικά γραφεία και εταιρίες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *